Στο 1,5 δισ. ευρώ ανέρχεται η δαπάνη για τον ΕΦΚΑ, εάν γίνει πράξη το αίτημα για άμεση καταβολή των οφειλόμενων αναδρομικών από επικούρηση και δώρα, που διεκδικούν δικαστικά περίπου 350.000 συνταξιούχοι. Οι συγκεκριμένες αποφάσεις των αρμόδιων δικαστηρίων καθυστερούν αρκετά, με συνέπεια να έχει προκληθεί σημαντική εμπλοκή ευρύτερα στην απονομή της Δικαιοσύνης. Υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε περίπου 250.000 οι αγωγές που έχουν υποβληθεί και πρέπει να εκδοθούν τελεσίδικες αποφάσεις γι’ αυτές, ώστε σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, να λάβουν οι αιτούντες τα ποσά που τους αναλογούν και μάλιστα, έντοκα. Το γεγονός ότι οι αντίστοιχες δίκες ολοκληρώνονται σταδιακά, έχει ως αποτέλεσμα να είναι και ανάλογα σταδιακή η καταβολή των οφειλόμενων από την Πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό, μειώνεται το άτυπο χρέος που υπάρχει, αλλά ταυτόχρονα, δεν πιέζεται σημαντικά ο προϋπολογισμός του ΕΦΚΑ. Σε αντίθετη περίπτωση, η αύξηση της δαπάνης του Φορέα, θα είναι τεράστια και θα προκαλέσει σημαντικό έλλειμμα, που πρακτικά θα είναι ανέφικτο να ισορροπήσει από την όποια αύξηση εσόδων προκαλείται από τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης.
Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχουν αντιδράσεις από την πλευρά των δικηγόρων αλλά και των συνταξιούχων που έχουν υποβάλλει αγωγές και υπομένουν έναν μακρόχρονο δικαστικό αγώνα, αφού διαπιστώνουν την τεράστια καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης. Μόνο τυχαία δεν είναι η πρόσφατη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στους υπουργούς Εργασίας, Άδωνι Γεωργιάδη και Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη. Εκεί συζητήθηκε εκτενώς το πρόβλημα και επισημάνθηκε η ανάγκη αποσυμφόρησης, τουλάχιστον για το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου εκκρεμούν περισσότερες από 4.000 υποθέσεις, στις οποίες εμπλέκεται ο ΕΦΚΑ.
Υπενθυμίζεται ότι η καταβολή των οφειλόμενων για μνημονιακές περικοπές που έγιναν σε επικουρικές συντάξεις και Δώρα, κατά το 11μηνο Ιουλίου 2015 – Μαΐου 2016, που κρίθηκαν θετικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, μεταφράζεται σε ποσά που κυμαίνονται από 800 ευρώ έως και 3.500 ευρώ, ανά δικαιούχο.
Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, εκτός διαδικασίας αγωγών έμειναν κυρίως οι χαμηλοσυνταξιούχοι, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, ούτε τις αντοχές για να ξεκινήσουν μια μακρόχρονη δικαστική διαμάχη με την Πολιτεία. Πρόκειται για τουλάχιστον άλλο 1 εκατ. συνταξιούχων, με μηνιαία ποσά από συντάξεις, που δεν υπερβαίνουν αθροιστικά, τα 1.000 ευρώ. Όλοι αυτοί έχασαν και τα όποια αναδρομικά έλαβαν οι υπόλοιποι, το 2020, για περικοπές που έγιναν στις κύριες συντάξεις. Αιτία ήταν ότι γι’ αυτούς τους χαμηλοσυνταξιούχους, οι περικοπές είχαν επιδράσει μόνο στις επικουρικές συντάξεις και στα δώρα, όχι στις κύριες.
Όλοι αυτοί οι χαμηλοσυνταξιούχοι, τώρα βρίσκονται στη συντριπτική τους πλειονότητα και εκτός διαδικασίας καταβολής αναδρομικών ποσών, αφού λόγω οικονομικής στενότητας δεν συμμετέχουν σε αγωγές κατά του Δημοσίου. Συνταξιουχικές οργανώσεις επισημαίνουν ότι αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος, για τον οποίο θα έπρεπε να χορηγηθούν σε όλους τους συνταξιούχους τα αναδρομικά που οφείλονται, έστω και τμηματικά. Θα μπορούσε δηλαδή, να υπάρξει κάποια ρύθμιση, ώστε σε δόσεις να καταβληθούν τα οφειλόμενα σε όλους. Απλώς σε όσους δεν έχουν υποβάλλει αγωγή, θα αρκούσε η άτοκη καταβολή, έτσι ώστε να μην αδικηθούν όλοι οι υπόλοιποι, που ταλαιπωρούνται ακόμα με δικαστικές διαμάχες.
Βέβαια, στη γενικότερη καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης, εμπλέκονται και υποθέσεις που είναι δύσκολο να έχουν θετική έκβαση για τους συνταξιούχους. Πρόκειται για εκείνες που αφορούν διεκδικήσεις για ποσά μετά την έναρξη ισχύος του «νόμου Κατρούγκαλου», (ν.4387/16), αλλά και όσες σχετίζονται με τον επανυπολογισμό των συντάξεων. Εκεί πράγματι, θα μπορούσε η Πολιτεία να συνδράμει ώστε να ολοκληρωθούν πιο γρήγορα αυτές οι υποθέσεις και να υπάρξει αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Πάντως, όπως σημειώνει ο γνωστός εργατολόγος Λουκάς Αποστολίδης, αν τα συναρμόδια υπουργεία Εργασίας και Δικαιοσύνης, ως οφείλουν νομικά, κοινωνικά και πολιτικά, δεν δώσουν την απαραίτητη λύση, τότε οι δικαστικοί αγώνες, με θετική ή αρνητική έκβαση για τους εμπλεκόμενους, είναι πιθανό να παραταθούν για άλλα τρία ή τέσσερα χρόνια.