Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
17.1 C
Athens

Σύννεφα λιτότητας μετά τις εκλογές – Καμπανάκι και από την Τράπεζα της Ελλάδος

Πλεονάσματα πάνω από 2% του ΑΕΠ θα απαιτηθούν από το 2024 και για πολλά χρόνια, προειδοποιεί η ΤτΕ. Σε σφιχτή δημοσιονομική διαχείριση, αν όχι και λιτότητα, θα πρέπει να επιστρέψει η Ελλάδα μετά τις εκλογές, καθώς, η χρονική διάρκεια των ευνοϊκών ρυθμίσεων για το χρέος εξαντλείται και η Κομισιόν έχει ζητήσει να αυξηθεί πάνω από το 2% του ΑΕΠ το πρωτογενές πλεόνασμα.

Τώρα δεν πληρώνουμε τους τόκους, τους αναβάλουμε, τους πετάμε για αργότερα.

Σε ό,τι αφορά την ευνοϊκή ρύθμιση του χρέους με ορίζοντα έως το 2032,ο χρόνος δεν είναι μεγάλος.

Λένε “καλά, εντάξει 9 χρόνια”… Πολιτικά, μπορεί ο χρόνος να ακούγεται τεράστιος, άλλα τεχνικά, αν το σκεφτείς σοβαρά, δεν είναι.

Πρέπει λοιπόν να δημιουργούμε πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να πληρώνουμε τους τόκους και, επιπλέον, για να έχουμε μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Και τούτο ώστε, σε εννιά χρόνια, όταν η κεφαλαιοποιημένοι τόκοι θα έρθουν να προστεθούν να μην μας δημιουργήσουν «θέμα».

Μέχρι τώρα, είμαστε αφενός στην προστασία των μνημονίων και ύστερα στην προστασία της δημοσιονομικής χαλαρότητας λόγω της πανδημίας.

Όταν όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα βρεθούμε σε ένα καινούργιο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τότε σίγουρα οι χώρες υψηλού χρέους θα χρειαστεί να έχουν πρωτογενή πλεονάσματα.

Ήδη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μας το είπε, από το 2024 και μετά 2,2% του ΑΕΠ, τόσοι είναι οι τόκοι μας για το δημόσιο χρέος.

Λένε, “Σου έχω ρυθμίσει τους τόκους όμως να τους καλύπτεις πειστικά με πρωτογενή πλεονάσματα”.

Να αφήνει δηλαδή η διαχείριση των δημοσιονομικών ένα κομμάτι ώστε να μειώνεται το χρέος, αυτό το ονομάζουν χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Την ίδια στιγμή, οι προτάσεις της γερμανικής κυβέρνησης για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας δείχνουν ότι το Βερολίνο δεν είναι διατεθειμένο να συμβιβαστεί με τις «χαλαρές» προτάσεις που έχει καταθέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Έγγραφο, που έφεραν στη δημοσιότητα οι “Financial Times”, δείχνει ότι το Βερολίνο δεν είναι διατεθειμένο να αποδεχθεί την πλήρη κατάργηση του αυστηρού κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη με υπερβολικό χρέος (πάνω από 60% του ΑΕΠ) θα πρέπει να το μειώνουν κάθε χρόνο κατά το 1/20 (5%) της διαφοράς από το ανώτατο όριο.

Η Κομισιόν έχει προτείνει να καταργηθεί εντελώς ο ποσοτικός στόχος για τη μείωση του χρέους και να συμφωνεί κάθε χώρα με την Επιτροπή τον στόχο που είναι κατάλληλος για την οικονομική της θέση και τις παραμέτρους βιωσιμότητας του χρέους της.

Αντίθετα, οι Γερμανοί λένε ότι ένας ποσοτικός στόχος θα πρέπει να διατηρηθεί και να τεθεί στο 1% του ΑΕΠ ετησίως για τις χώρες με πολύ υψηλό χρέος (βλ. Ελλάδα και Ιταλία) και 0,5% για τις υπόλοιπες.

Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι το Βερολίνο δηλώνει την αντίθεσή του και στην πρόταση να δοθούν αυξημένα περιθώρια στην Κομισιόν να εποπτεύει τα δημοσιονομικά των κρατών μελών.

Υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρχουν κοινά ποσοτικά κριτήρια αναφοράς και διασφαλίσεις, ειδικά για τις χώρες με πολύ υψηλό χρέος, να αναζητηθούν πλέον τρόποι περιορισμού της αύξησης των δημοσίων δαπανών.

Επίσης, οι Γερμανοί δέχονται να έχουν ειδική μεταχείριση οι δαπάνες των κρατών για τη ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση, όμως απορρίπτουν τις προτάσεις κρατών του Νότου για ευρύτερες εξαιρέσεις επενδυτικών ή αμυντικών δαπανών από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.

 

Γ.Π.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ