Μακροπρόθεσμα βιώσιμο θεωρείται το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, όπως διαπιστώνει το Πρόγραμμα Σταθερότητας (2023 – 2026), που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Κομισιόν. Βιωσιμότητα, που διατηρείται παρά τις παρεμβάσεις των τελευταίων ετών, που οδήγησαν σε αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών. Οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στο συνταξιοδοτικό σύστημα, με αιχμή την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, καθώς και το νόμο Κατρούγκαλου εκτιμάται ότι μπορούν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα ακόμη και σε ένα πλαίσιο δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, με δραματική μείωση του πληθυσμού της χώρας και την αύξηση των ηλικιωμένων.
Συγκεκριμένα, αφού επισημαίνεται ότι οι προβολές γίνονται με την παραδοχή «καμία αλλαγή πολιτικής» και κατά συνέπεια, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, υπόκεινται σε σημαντική αβεβαιότητα, τονίζεται ότι οι δαπάνες που σχετίζονται με την γήρανση, μειώνονται κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2021 και 2070, λόγω της πτωτικής πορείας των δαπανών για συντάξεις που μειώνονται από τα πρώτα 10 χρόνια. Αναλυτικά, οι συνολικές δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση ανέρχονται στο 23,8% του ΑΕΠ το 2021, εκ των οποίων το 15,9% είναι δαπάνες για συντάξεις. Οι δαπάνες αυτές, μειώνονται από 15,9% το 2021 σε 13,8% το 2030 και ανέρχονται στο 11,6% του ΑΕΠ στο τέλος του ορίζοντα προβολής. Ένα μικρό ποσοστό αυτής της μείωσης (0,3% το 2070) οφείλεται στο γεγονός ότι μέρος των δαπανών των επικουρικών συντάξεων εκτρέπεται στο νέο επικουρικό συνταξιοδοτικό σύστημα (ΤΕΚΑ), το οποίο ταξινομείται εκτός Γενικής Κυβέρνησης.
Οι συνταξιοδοτικές εισφορές (το άθροισμα των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων) ως ποσοστό στο ΑΕΠ μειώνονται από 8,3% το 2021 σε 6,8% το 2070. Αυτή η μείωση εξηγείται κυρίως από το μερίδιο των εισφορών που εκτρέπονται στο νέο σύστημα FDC, που ανέρχεται σε 1,4 % του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου προβολής.
Όσον αφορά τις μη συνταξιοδοτικές δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση, οι προβλέψεις της Έκθεσης για τη Γήρανση του 2021 δείχνουν μια σχετικά σταθερή δαπάνη έναντι του ΑΕΠ που ξεκινά από 8,0%, στη συνέχεια κυμαίνεται από 7,8% έως 8,1% και σταθεροποιείται ξανά στο 8,0% στο 2070. Ειδικότερα, οι δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη αυξάνονται από 4,6% σε 5,2% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου προβολής, ενώ οι δαπάνες μακροχρόνιας περίθαλψης παραμένουν σταθερές στο 0,2%.
Όσο για τις κύριες δημογραφικές προβολές, δείχνουν μια αργή άνοδο του ποσοστού γονιμότητας, το οποίο φτάνει σε 1,5 παιδιά ανά γυναίκα σε παραγωγική ηλικία το 2070, από 1,3 το 2021. Ωστόσο, το γεγονός ότι το ποσοστό γονιμότητας παραμένει κάτω από το επίπεδο που απαιτείται για τη διατήρηση ενός μη μειούμενου συνολικού πληθυσμού (2,1 για τις ανεπτυγμένες χώρες), μαζί με την οριακή προβλεπόμενη επίδραση της καθαρής μετανάστευσης, οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ο πληθυσμός της χώρας να μειωθεί κάτω από 10 εκατ. έως το 2040 και στα 8,6 εκατ. μέχρι το 2070. Επιπλέον, η αναλογία εξάρτησης των ηλικιωμένων αυξάνεται από 39,2 το 2021 σε 68,2 το 2050 και στη συνέχεια μειώνεται σε 65,2 το 2070.