Παράνομη έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, την αλλαγή κλιμακίου συνταξιούχων που συνεχίζουν να εργάζονται, με συνέπεια να τους ζητείται να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, ένα σημαντικό μέρος από τις μηνιαίες αποδοχές τους. Πρόκειται για την πρώτη τέτοια απόφαση που λαμβάνει η δικαστική εξουσία και πλέον απομένει στην Κυβέρνηση να νομοθετήσει σχετικά, αποκαθιστώντας τη μισθοδοσία των θιγόμενων εργαζόμενων – συνταξιούχων. Παράλληλα οφείλει να τους απαλλάξει από την υποχρέωση επιστροφής μεγάλων χρηματικών ποσών, που σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν στο 50% του μισθού που ελάμβαναν.
Πιο συγκεκριμένα, το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου έκανε δεκτή την αγωγή τριών συνταξιούχων – εργαζομένων στη «Δημοτική Επιχείρηση Υδρευσης Αποχέτευσης Μείζονος Περιοχής Βόλου» (ΔΕΥΑΜΒ). Οι θιγόμενοι συνταξιούχοι παρέμειναν στην εργασία τους ως αορίστου χρόνου εργαζόμενοι και μετά τη συνταξιοδότησή τους, λαμβάνοντας μειωμένη σύνταξη κατά ποσοστό 30%, όπως προέβλεπε ο σχετικός νόμος (ν.4670/20). Ωστόσο, ταυτόχρονα με τη μείωση της σύνταξής τους, η ΔΕΥΑΜΒ αποφάσισε, επικαλούμενη εγκύκλιο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) και τη μείωση των τακτικών τους αποδοχών, κατατάσσοντάς τους στο εισαγωγικό κλιμάκιο του ενιαίου μισθολογίου. Στη συνέχεια, η υπηρεσία τους απέλυσε με την αιτιολογία ότι για τους συνταξιούχους ο οργανισμός της Δημοτικής Επιχείρησης Κοινωφελούς χαρακτήρα (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) προβλέπει την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας τους.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, με την με αριθμό 8/2024 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή των εργαζομένων, κρίνοντας άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και υποχρεώνοντας τη ΔΕΥΑΜΒ «ν’ αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία των εργαζομένων, με τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες» που είχαν πριν από την απόλυσή τους, δηλαδή να επιστρέψουν στις εργασιακές θέσεις τους. Ακόμη, την υποχρεώνει να καταβάλλει τους μισθούς υπερημερίας στους παράνομα απολυμένους και τη μισθολογική διαφορά που παρακράτησε.
Ειδικότερα, έκρινε άκυρη την απόλυσή τους με το σκεπτικό ότι η επιχείρηση δεν είχε τη δυνατότητα, επικαλούμενη διάταξη του Οργανισμού της, να προβεί σ’ αυτήν την ενέργεια λόγω της συνταξιοδότησής τους, καθώς η διάταξη αυτή ως ρήτρα μονιμότητας έχει καταργηθεί με την Π.Υ.Σ. 6/2012.
Αναφορικά με την επιστροφή των εργαζομένων συνταξιούχων στο μισθολογικό κλιμάκιο των νεοδιοριζόμενων, το δικαστήριο αποφάσισε ότι, παρά τις θέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η μείωση του μισθού των συνταξιούχων καταστρατηγεί τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 4354/2015. Εκεί γίνεται «αποκλειστικά λόγος για μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικά κλιμάκιο και όχι το αντίστροφο, ήτοι για μετάπτωση του υπαλλήλου, από ανώτερο σε κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο».
Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι η διαφορετική ερμηνεία της συγκεκριμένης ρύθμισης «θα είχε ως αποτέλεσμα ο μισθωτός, ο οποίος συνταξιοδοτείται, αλλά συνεχίζει να εργάζεται στον ίδιο εργοδότη, να στερείται νόμιμες απολαβές, τις οποίες είχε ήδη κατοχυρώσει πριν τη συνταξιοδότηση του, για την παροχή, και μετά την απονομή σύνταξης, ίσης ποσότητας και ίδιας ποιότητας εργασία και οι οποίες (απολαβές) είχαν ήδη υπολογιστεί (αναγνωριστεί) με βάση την εργασιακή του εμπειρία (προϋπηρεσία) και άρα την αποδοτικότητα του, ήτοι στοιχεία τα οποία είχαν αναγνωριστεί πριν την αναγνώριση του δικαιώματος απονομής σύνταξης και τα οποία δεν μεταβάλλονται από το γεγονός και μόνο της αναγνώρισης του δικαιώματος αυτού».
Υπενθυμίζεται ότι για το συγκεκριμένο πρόβλημα, έχει υποβληθεί ερώτηση στη Βουλή, από τον βουλευτή Κυκλάδων της ΝΔ, Μάρκο Καφούρο προς τα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας, με την επισήμανση ότι πρέπει «να αναιρεθεί η αδικία εις βάρος των συνταξιούχων».
Ως τώρα πάντως, η Κυβέρνηση δεν έχει αποσαφηνίσει την στάση της, ταλαιπωρώντας χιλιάδες συνταξιούχους που συνεχίζουν να εργάζονται σε θέσεις ευθύνης στο Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα.