Δραματική συρρίκνωση καταγράφει η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού που κυμάνθηκε 18-28% τον Απρίλιο! Το κύμα ακρίβειας που πλήττει την χώρα έχει τεράστια αρνητική επίδραση στα εισοδήματα των πολιτών, με τους πιο φτωχούς να αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ, τον Απρίλιο, πριν δηλαδή πραγματοποιηθεί η δεύτερη κατά σειρά αύξηση των κατώτατων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, οι βασικοί μισθοί είχαν χάσει το 18% της αγοραστικής τους δύναμης, εάν πρόκειται για συμβάσεις πλήρους απασχόλησης και 28% για συμβάσεις με όρους μερικής απασχόλησης. Μάλιστα, διαπιστώνεται αυξητική τάση από μήνα σε μήνα, αφού τον Μάρτιο τα ποσοστά της υποχώρησης ήταν 14,7% και 23,7%, αντίστοιχα. Έτσι, ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, τον Απρίλιο είχε απωλέσει το 9,9% της αγοραστικής δύναμης.
Ακόμα όμως και μετά την αύξηση των κατώτατων αποδοχών στα 713 ευρώ μικτά, οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες της Συνομοσπονδίας, δεν διαπιστώνουν σημαντική αλλαγή προς το καλύτερο. Η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης εκτιμάται ότι τον Απρίλιο, αν είχε γίνει τότε η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα ήταν 9%. Ακόμα χειρότερα, που αυτή η παρέμβαση θα έχει πολύ μικρή διάρκεια, αφού υπάρχει η εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα διατηρηθούν για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί στην χώρα, ως προς την αγοραστική δύναμη των μισθών, είναι το στοιχείο ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ, ξεπερνώντας μόνο την Κροατία που είναι τελευταία.
Σε επίπεδο φτώχειας, επίσης η χώρα κατέχει την δεύτερη χειρότερη θέση στην Ευρώπη, μετά την Βουλγαρία.
Από τα υπόλοιπα στοιχεία της έκθεσης, ασφαλώς ξεχωρίζει η πολύ μικρή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Όπως φαίνεται, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλά, μόλις στο 25%, στο ποσοστό των εργαζομένων που υπόκεινται οι μισθοί τους σε κάποιας μορφής κλαδική, ή ομοιοπαγγελματική, ή άλλη συλλογική σύμβαση εργασίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είναι λίγο πάνω από τις 900.000 οι εργαζόμενοι που έχουν μια τέτοια κάλυψη, αλλά στον αντίποδα, υπάρχουν περίπου 2,8 εκατ. που μένουν εκτός και οι μισθοί τους δέχονται πιέσεις.
Ταυτόχρονα, οι συντάκτες της έκθεσης διαπιστώνουν ως θετικό στοιχείο την αποκλιμάκωση της ανεργίας, που υποχώρησε στο 12,7% και παρατηρούν ότι το φαινόμενο αυτό έχει διάρκεια αρκετούς μήνες. Χαρακτηρίζουν όμως «άτυχη» την Ελλάδα, καθώς η μείωση αυτή, συνοδεύεται από ταυτόχρονο κύμα ακρίβειας, γεγονός συντηρεί τις πιέσεις στην αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή, υπάρχει και το ποσοστό απασχόλησης (57,2%) που είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ. Το γεγονός αυτό, σαφώς και προβληματίζει, αφού δείχνει ότι οι δείκτες «οικονομικής μιζέριας», όπως έχουν ονομαστεί, καταγράφουν σημαντική άνοδο.