Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
20.2 C
Athens

Στον κίνδυνο των αγορών μπαίνει η νέα επικουρική σύνταξη – Τζόγος για τις εισφορές

Στην έμμεση παραδοχή ότι τα επενδυτικά κεφάλαια που θα προκύπτουν από τις εισφορές των ασφαλισμένων για επικούρηση, θα καταλήξουν να… τζογάρονται, πραγματοποίησε ο υφυπουργός Εργασίας. Ο Πάνος Τσακλόγλου μιλώντας στη Βουλή για την μεταρρύθμιση στην επικουρική ασφάλιση παραδέχτηκε ότι η νέα επικουρική σύνταξη αντιμετωπίζει τον «κίνδυνο των αγορών». Άρα οι όποιες επενδύσεις κεφαλαίων «κρύβουν» το συγκεκριμένο κίνδυνο, που συνιστά… τζογάρισμα των ασφαλιστικών εισφορών!

Την ίδια στιγμή βέβαια, ο υφυπουργός Εργασίας, περιέγραψε τον δημογραφικό κίνδυνο και την ανάγκη προστασίας του Ασφαλιστικού Συστήματος, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων για τους νέους, ως  τις βασικές αιτίες για την μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης. Κατά την διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, ο υφυπουργός Εργασίας μίλησε για «διασφάλιση της επάρκειας του ύψους των επικουρικών συντάξεων των σημερινών νέων και μελλοντικών συνταξιούχων». Κάτι τέτοιο, εκτίμησε ότι θα επιτευχθεί μέσω της σταδιακής μετατροπής της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική. Τονίστηκε δε ότι, η μεταρρύθμιση αφορά αποκλειστικά την επικουρική ασφάλιση. «Ειδικότερα, μόνο τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από 1/1/2022 που απασχολούνται σε κλάδους όπου υπάρχει υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης (δηλαδή μισθωτούς ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, μηχανικούς και δικηγόρους), καθώς και, σε εθελοντική βάση, τους νέους έως 35 ετών που απασχολούνται σε οποιονδήποτε κλάδο», επεσήμανε ο κ. Τσακλόγλου.

Ελλάδα η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης

«Στη χώρα μας, όπως άλλωστε σε όλες τις ευρωπαϊκές -και όχι μόνο- χώρες βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να αυξάνει τόσο το προσδόκιμο επιβίωσης όσο και το προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης. Όταν μιλάμε για το δημογραφικό δεν πρέπει να ξεχνάμε την ευχάριστη του διάσταση: Ότι ζούμε παραπάνω. Όμως, ταυτόχρονα, ο μέσος αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας έχει πέσει από σχεδόν 2,5 που ήταν προ πεντηκονταετίας σε 1,3 χωρίς προοπτικές σημαντικής αντιστροφής. Οι γεννήσεις στην Ελλάδα από 157 χιλιάδες που ήταν το 1960 και σε πολύ μικρότερο πληθυσμό, έχουν πέσει το 2019 σε μόλις 84 χιλιάδες και αυτό «αντανακλάται» στη δομή του πληθυσμού», τόνισε ο Υφυπουργός Εργασίας.

«Η αύξηση του προσδόκιμου της επιβίωσης και η μείωση των γεννήσεων έχει ως αποτέλεσμα η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους να κυμαίνεται σήμερα στο 1.7 προς 1 όταν πριν μερικές δεκαετίες, όταν και αναπτυσσόταν το ασφαλιστικό μας σύστημα, ήταν της τάξης του 4 ή 5 προς 1. Το 2030 αναμένεται να είμαστε η πιο γερασμένη Ευρωπαϊκή χώρα, ξεπερνώντας την Ιταλία.

Σήμερα η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα (κύρια και επικουρική) είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου διανεμητική, δηλαδή οι εισφορές τωρινών εργαζομένων πληρώνουν συντάξεις τωρινών συνταξιούχων, κάτι που σημαίνει έλλειψη διασποράς ρίσκου και μεγάλη έκθεση στον δημογραφικό κίνδυνο. Τα διανεμητικά συστήματα ασφάλισης δουλεύουν καλά όταν η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι υψηλή. Όχι, όμως όταν η αναλογία αυτή χειροτερέψει. Όταν άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διέγνωσαν το δημογραφικό πρόβλημα εισήγαγαν κεφαλαιοποιητικά στοιχεία στα συστήματα ασφάλισή τους.  Αντίθετα, η Ελλάδα ενίσχυσε την επικουρική ασφάλιση η οποία όμως ήταν διανεμητική – όπως και η κύρια ασφάλιση – και μάλιστα ποσοστά αναπλήρωσης υψηλότερα από αυτά της κύριας ασφάλισης», επισήμανε ο κ. Τσακλόγλου.

«Ακριβώς λόγω της δημογραφικής γήρανσης και της αύξησης του λόγου εξάρτησης (αριθμός συνταξιούχων ανά εργαζόμενο), αν διατηρήσουμε το υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, το ποσοστό της επικουρικής σύνταξης ως προς τον μέσο μισθό αναμένεται να μειωθεί από 16% που είναι σήμερα, σε 12% το 2040 και σε 9,5% το 2060».

Οι τέσσερις λόγοι για την μεταρρύθμιση

Κατά τον κ. Τσακλόγλου τέσσερις είναι οι λόγοι που επέβαλλαν αυτή την μεταρρύθμιση. «Πρώτον, η διαφοροποίηση κινδύνου (δηλαδή «να μην βάζουμε όλα τα αυγά μας σε ένα καλάθι») και η ενίσχυση της σταθερότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Οι μελλοντικοί συνταξιούχοι του σχεδιαζόμενου συστήματος θα έχουν τρεις πηγές εισοδήματος από την κοινωνική ασφάλιση: την εθνική σύνταξη, την ανταποδοτική σύνταξη και την επικουρική σύνταξη. Κάθε μία τους υπόκειται σε διαφορετικό τύπο κινδύνου.  Η εθνική σύνταξη υπόκειται στο δημοσιονομικό κίνδυνο, η ανταποδοτική στο δημογραφικό κίνδυνο, ενώ η νέα επικουρική θα έχει απαλλαγεί από το δημογραφικό κίνδυνο, αλλά θα υπόκειται στον κίνδυνο των αγορών.  Λόγω του ότι αυτοί οι κίνδυνοι δεν έχουν υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ τους, βελτιώνεται σημαντικά η βιωσιμότητα ολόκληρου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.»

«Δεύτερον, η δημιουργία αποταμιεύσεων (εισφορές εργαζομένων), σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, κάτι που το έχουμε απόλυτη ανάγκη καθώς ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ στην χώρα μας είναι μακράν ο χαμηλότερος στην ΕΕ. Περισσότερες επενδύσεις, σημαίνει υψηλότερη παραγωγικότητα, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει υψηλότεροι μισθοί, περισσότερες θέσεις εργασίας και υψηλότερο ΑΕΠ.  Αυτό με τη σειρά του, μεταφράζεται σε περισσότερα δημοσιονομικά έσοδα από άμεσους και έμμεσοους φόρους, καθώς και υψηλότερα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.»

«Τρίτον, η  επίτευξη υψηλότερων επικουρικών συντάξεων σε σύγκριση με το υφιστάμενο σύστημα. Με δεδομένη τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, το ποσοστό αναπλήρωσης της υφιστάμενης επικουρικής σύνταξης θα μειώνεται τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, οι αποδόσεις των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων, βάσει και της εμπειρίας από άλλες χώρες όπου λειτουργούν επί μακρά χρονικά διαστήματα, αναμένονται υψηλότερες, ιδίως σε σύγκριση με αποδόσεις διανεμητικών συστημάτων γερασμένων κοινωνιών.»

«Και, τέταρτον, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο ασφαλιστικό σύστημα. Με τη δημιουργία ατομικών λογαριασμών που θα φέρουν το όνομα των ασφαλισμένων δίδονται αντικίνητρα στους νέους για ανασφάλιστη εργασία. Η μείωση της ανασφάλιστης εργασίας έχει με τη σειρά της θετικές επιπτώσεις στον σημερινό συνταξιούχο, στο σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος και στην ελληνική οικονομία».

Νέο επικουρικό ταμείο με ενισχυμένη εποπτεία

Ο κ. Τσακλόλου αναφέρθηκε και στο νέο Ταμείο που θα συσταθεί γι’ αυτό τον σκοπό, στο ΤΕΚΑ. «Το νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και θα λειτουργεί επαγγελματικά και υπό ισχυρή εποπτεία. Ως όργανα διοίκησης του νέου Ταμείου ορίζονται το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Διευθύνων Σύμβουλος. Εφαρμόζοντας τις αρχές καλής διακυβέρνησης (ISSA Guidelines, Good Governance, 2015) και τις καλές πρακτικές άλλων χωρών, τα όργανα αυτά αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους ανάλογα με την αποστολή και το είδος των αρμοδιοτήτων τους.

Η διαδικασία επιλογής Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου θα γίνεται ύστερα από ανοικτή δημόσια διαδικασία υπό την αιγίδα του ΑΣΕΠ με αυστηρά αξιοκρατικές διαδικασίες με υψηλά εχέγγυα καταλληλότητας και μεγάλη εμπειρία σε θέματα ασφαλιστικά και οικονομικά. Το στελεχιακό δυναμικό του Ταμείου θα επιλέγεται και αυτό με αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια και επαγγελματικές δεξιότητες, ενώ παράλληλα προβλέπεται και ισχυρή εποπτεία της λειτουργίας του νέου Ταμείου».

Μεταρρύθμιση με διπλή εγγύηση

«Για τους σημερινούς συνταξιούχους και ασφαλισμένους δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτε, καθώς οι συντάξεις τους θα υπολογίζονται με τους υφιστάμενους κανόνες, χωρίς καμία αλλαγή, με το κόστος μετάβασης να χρηματοδοτείται από τον τακτικό προϋπολογισμό», ξεκαθάρισε για ακόμα μία φορά ο υφυπουργός Εργασίας.

«Για τους ασφαλισμένους που θα συνταξιοδοτηθούν με το νέο σύστημα, το κράτος παρέχει εγγύηση ότι θα λάβουν σύνταξη που αντιστοιχεί τουλάχιστον με την πραγματική αξία (συνυπολογιζόμενου του πληθωρισμού) των εισφορών που κατέβαλαν.

Επίσης, σε σύγκριση με το υφιστάμενο σύστημα υπάρχουν δύο διαφοροποιήσεις σε σχέση με υφιστάμενο σύστημα:

Πρώτον, για πρώτη φορά προβλέπεται επιστροφή εισφορών στον ασφαλισμένο που δεν έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο προκειμένου να λάβει επικουρική σύνταξη. Ειδικότερα, αν ο ασφαλισμένος δεν έχει συμπληρώσει δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης στο Ταμείο, του επιστρέφονται κατά τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης οι εισφορές που κατέβαλε.

Και, δεύτερον, προβλέπεται κατώτατη επικουρική σύνταξη αναπηρίας και κατώτατη επικουρική σύνταξη θανάτου ασφαλισμένου κάτι που δεν ισχύει στο υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης νοητής κεφαλαιοποίησης. Ειδικότερα, ισχύει η παραδοχή ότι στον ατομικό λογαριασμό του ασφαλισμένου έχει συσσωρευτεί κεφάλαιο κατ’ ελάχιστον ίσο με εκείνο που θα προέκυπτε στην περίπτωση ασφαλισμένου στο Ταμείο με δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης και αποδοχές ίσες με τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό υπαλλήλου για πλήρη απασχόληση, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί κατά την επέλευση του κινδύνου. Εάν το υπόλοιπο του ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου υπολείπεται του ποσού αυτού, ο Κρατικός Προϋπολογισμός καλύπτει τη διαφορά».

Μέσο ετήσιο κόστος μετάβασης στα  120 εκατ. ευρώ σε βάθος 50 ετών

Ο κ. Τσακλόγλου αναφέρθηκε και στο κόστος μετάβασης από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης. «Ακριβώς επειδή δεν θα μειωθεί καμία σύνταξη, το κόστος μετάβασης βάσει της μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής εκτιμάται έως το 2070 από λίγο κάτω από τα 50 δισ. ευρώ, έως λίγο πάνω από τα 70 δισ. ευρώ, αναλόγως σεναρίου και προεξοφλητικού επιτοκίου. Για το βασικό σενάριο, με προεξοφλητικό επιτόκιο ίσο με αυτό που χρησιμοποιείται στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους, το κόστος μετάβασης -που αφορά, χρονική περίοδο 50 ετών, εκτιμάται στα 56 δισ. ευρώ. Θυμίζω ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει τα ασφαλιστικά ταμεία ετησίως με ποσά άνω των 15 δισ. ευρώ. Όχι σε ορίζοντα 50ετίας, αλλά μόνο μέσα σε μία χρονιά. Επιπλέον, τα 56 δισ. ευρώ, δεν είναι το πραγματικό κόστος της μεταρρύθμισης, αλλά το αναλογιστικό ή αλλιώς ακαθάριστο κόστος», τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας.

«Για το «καθαρό» κόστος μετάβασης πρέπει να λάβουμε υπόψη τις θετικές επιδράσεις από τις αυξημένες επενδύσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και να συνυπολογίσουμε τα επιπλέον φορολογικά έσοδα που θα δημιουργηθούν. Αυτό ακριβώς είναι και ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της μεταρρύθμισης που εισάγουμε. Δεν ενισχύουμε μόνο τη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά μετατρέπουμε ένα μέρος του ασφαλιστικού σε μοχλό ανάπτυξης. Βάσει του βασικού σεναρίου της μελέτης του ΙΟΒΕ, το καθαρό κόστος της μεταρρύθμισης είναι περίπου 6 δισ. ευρώ σε βάθος 50ετίας. Δηλαδή, μεσοσταθμικά, 120 εκατ. το χρόνο.

Το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί μία σημαντική διαρθρωτική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Διαφοροποιούμε τον ασφαλιστικό κίνδυνο ενισχύοντας τη σταθερότητα του συστήματος, προνοούμε για υψηλότερες συντάξεις στο μέλλον, δίνουμε αναπτυξιακές δυνατότητες στην οικονομία και ενισχύουμε την εμπιστοσύνη των ασφαλισμένων στο σύστημα. Η μεταρρύθμιση αυτή αποτελεί μεγάλο βήμα εκσυγχρονισμού του συνταξιοδοτικού μας συστήματος».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ