Σε εντελώς άλλο «μήκος κύματος» φαίνεται ότι κινούνται οι επιστημονικοί φορείς της χώρας, αναφορικά με τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Κλήθηκαν να εκφράσουν άποψη για το θέμα, από το υπουργείο Εργασίας και διαπιστώνονται στην πράξη, πολύ μεγάλες αποκλίσεις. Έτσι, το λόγο έχει τώρα ο αρμόδιος υπουργός, Κωστής Χατζηδάκης, που πρέπει να αποφανθεί οριστικά, αν θα δοθούν αυξήσεις ή αν θα υπάρξει νέο «πάγωμα» στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα.
Από τη μία βρίσκεται η ΓΣΕΕ, που μέσω του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ), έχει προτείνει αύξηση 7,5% κάτι που σημαίνει ότι οι βασικές αποδοχές θα ανέλθουν από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα στα 751 ευρώ μικτά. Το όριο αυτό είναι κρίσιμο γιατί εκεί ήταν ο κατώτατος μισθός το 2012, πριν δηλαδή αποφασιστεί η «βίαιη» περικοπή του στα 586 ευρώ και ειδικά για νέους έως 25 ετών στα 511 ευρώ, μικτές αποδοχές, ελέω μνημονίων… Τώρα η Συνομοσπονδία προτείνει αύξηση στα 751 ευρώ και σε δεύτερο επίπεδο, στο πρώτο τρίμηνο του 2022, νέα αύξηση στα 809 ευρώ μικτά, εκεί που βρίσκεται δηλαδή το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού!
Σε εντελώς διαφορετική προσέγγιση βρίσκεται το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), όπου προτείνει στο υπόμνημα που απέστειλε προς το υπουργείο Εργασίας να υπάρξει «πάγωμα» των κατώτατων αποδοχών στα σημερινά επίπεδα. Εκτιμά ότι οι οικονομικές συνθήκες δεν επιτρέπουν να προκύψουν αυξήσεις και μέχρι να ισορροπήσουν δείκτες όπως αυτός της ανεργίας, για τον οποίο διαβλέπει αυξητικές τάσεις, προτείνει να μην αλλάξει το σημερινό διαμορφωμένο status. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ν» στο ίδιο «μήκος κύματος», είτε για «πάγωμα», είτε για πολύ περιορισμένες αυξήσεις πέριξ του 2%, βρίσκονται και μια σειρά από άλλοι οικονομικοί φορείς στους οποίους έχει ζητηθεί να εκφράσουν επίσημη γνώμη για τις κατώτατες αποδοχές στην Ελλάδα.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη διαδικασία που ξεκίνησε στα τέλη Μαρτίου, προσκλήθηκαν εγγράφως από την Τριμελή Επιτροπή εξειδικευμένοι επιστημονικοί και λοιποί φορείς, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τα Ινστιτούτα των Κοινωνικών Εταίρων προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις τους.
Η διαδικασία ολοκληρώνεται στα τέλη Ιουλίου και στη συνέχεια θα πρέπει ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης να λάβει τις οριστικές του αποφάσεις. Υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία έχει ήδη λάβει δύο παρατάσεις, μία λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία στις αρχές του 2020 και μία δεύτερη λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του ίδιους έτους, με το πρόβλημα του κορωνοϊού να βρίσκεται σε κατάσταση κορύφωσης. Πάντως, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ, που κατά το 2020 δεν πραγματοποιήθηκε καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης για τον κατώτατο μισθό. Αντίθετα, 17 κράτη-μέλη της ΕΕ αύξησαν τις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα των χωρών τους και τρία κράτη διατήρησαν αμετάβλητα τα ποσά που κατέβαλλαν έως τότε.
Στην Ελλάδα, η τελευταία μετατροπή του κατώτατου μισθού πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, αποφασίστηκε να καταργηθεί ο «υπο-κατώτατος» μισθός των 511 ευρώ και να υπάρξει αύξησή του, συνολικά, στα 650 ευρώ μικτά.