Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, αντί να συμβάλλει στην αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων που τον εισπράττουν, αποτελεί σαφής ένδειξη φτωχοποίησης! Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, όπως συμπεριλήφθηκαν στην πρόταση που κατατέθηκε στο υπουργείο Εργασίας, εν μέσω διαπραγμάτευσης για το ύψος των αυξήσεων στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα. Ασφαλώς το πιο ανησυχητικό από τα στοιχεία που παρατέθηκαν, είναι η δραματική υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κατά 14% τον Ιανουάριο. Υποχώρηση που προέκυψε ως απόρροια των συνεχών ανατιμήσεων σε βασικά είδη διατροφής, στην ενέργεια και στο πετρέλαιο. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους, που το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, στην διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό που βρίσκεται σε εξέλιξη, πρότεινε την αύξησή του στα προ μνημονίων επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ.
Στην πρόταση των επιστημόνων της Συνομοσπονδίας, επισημάνθηκε ότι η αυξητική πορεία του πληθωρισμού (6,2% τον Ιανουάριο του 2022, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021), διατηρείται και τον Φεβρουάριο, όπως επιβεβαιώθηκε και από την ΕΛΣΤΑΤ. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού που καταγράφηκε στην Ελλάδα από τότε που εντάχθηκε στην Ευρωζώνη, αλλά και το μεγαλύτερο των τελευταίων 25 ετών.
Μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε για τον κατώτατο μισθό ότι σε επίπεδο ΕΕ, η Ελλάδα έχει την 7η χαμηλότερη επίδοση, αναφορικά με την αγοραστική δύναμή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχέση με χώρες στις οποίες έγινε χρήση μνημονίων, όπως είναι η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, η διαφορά είναι 5% και 45%, αντίστοιχα. Κάτω από την Ελλάδα είναι μόνο ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία και Βουλγαρία). Αυτό σημαίνει ότι «ανοίγει η ψαλίδα» της χώρας μας, με εκείνες της βόρειας, δυτικής, αλλά και νότιας Ευρώπης.
Επίσης, το γεγονός ότι οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, αυξήθηκαν κατά 2% τον Ιανουάριο του 2022, είχε ελάχιστη αποτελεσματικότητα στην αγοραστική δύναμη του μισθού. Ακριβέστερα, διαπιστώθηκε ότι η απώλεια περιορίστηκε κατά μόλις 0,2% εξ αυτής της αφορμής. Μάλιστα, η Ελλάδα είχε από τα χαμηλότερα ποσοστά αύξησης του κατώτατου μισθού στην Ευρώπη. Στα περισσότερα κράτη – μέλη οι αυξήσεις κυμαίνονται από 11 – 22%.
Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (46%), στους μισθωτούς που ζουν σε συνθήκες υλικής υστέρησης, επειδή αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Ακολουθεί με 10 μονάδες απόσταση η Ρουμανία, ενώ η Πορτογαλία είναι 35 μονάδες μακριά.
Η χώρα μας είναι ακόμα στην χαμηλότερη θέση της ΕΕ, σε σχέση με την απόκλιση του διαθέσιμου εισοδήματος των χαμηλόμισθων νοικοκυριών από το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών τους (περίπου 40%).
Ουσιαστικά, το ΙΝΕ / ΓΣΕΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε να στοχεύει στην προστασία ενός τμήματος της κοινωνίας από την φτωχοποίηση, κάτι που δεν συμβαίνει. Για το λόγο αυτό προτείνει η αύξηση του κατώτατου μισθού, να συνδυαστεί με ποσοστό κάλυψης πάνω από 70% των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα απέχει 56 μονάδες από αυτό και έχει το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Έτσι, η πρόταση του Ινστιτούτου αφορά κατά το ένα μέρος την άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Ταυτόχρονα, ζητάει την επαναφορά του καθορισμού του στις διαπραγματεύσεις των κοινωνικών φορέων για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Όμως θα πρέπει στη συνέχεια να υπάρξει και νέα αύξηση του κατώτατου μισθού έως το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, με συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα, μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.