Μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας (9,8%), αλλά με εξίσου χαμηλή την απασχόληση στην Ελλάδα (53,2%) κατέγραψε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) κατά το β΄ τρίμηνο της τρέχουσας χρονιάς. Διατηρείται η σταθερά καθοδική πορεία που καταγράφεται σε όλες τις τελευταίες μετρήσεις, αλλά διαπιστώνεται ότι υπάρχει πρόβλημα απασχόλησης και υψηλής ανεργίας σε σημαντικές ομάδες του πληθυσμού, όπως είναι οι γυναίκες και οι νέοι, έως 29 ετών.
Πιο αναλυτικά, αναφορικά με το ποσοστό της ανεργίας, διαπιστώνεται σημαντική μείωση κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 12,1% που είχε καταγραφεί το α’ τρίμηνο του 2024 και υποχώρηση της ανεργίας κατά 1,3 μονάδες, σε σχέση με το 11,2% που είχε εντοπίσει η ΕΛΣΤΑΤ ακριβώς πριν από ένα έτος.
Οι απασχολούμενοι ανήλθαν σε 4.327.825 άτομα παρουσιάζοντας αύξηση κατά 3,7%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 2,2% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 467.619 άτομα, παρουσιάζοντας μείωση κατά 18,6% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2024 και μείωση κατά 12,3%, σε σχέση με το αντίστοιχο β’ τρίμηνο του 2023.
Τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή όσοι δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 4.225.028. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών, ανήλθαν σε 2.994.624. Το ποσοστό τους μειώθηκε κατά 1,8% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 1,5% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Αναλύοντας την κατάσταση της απασχόλησης όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτει ότι το ποσοστό του εργατικού δυναμικού βρίσκεται στο 53,2%, δηλαδή παραμένει χαμηλό παρά την μονοψήφια ανεργία. Είναι αισθητά χαμηλότερο στις γυναίκες (45,8%), συγκριτικά με τους άνδρες (61%). Επίσης, κάτω από το 50%, στο 49,1% κινείται το ποσοστό της απασχόλησης και στους νέους 20 – 24 ετών, με την ανεργία όμως σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία να είναι 21,5%, δηλαδή υπερδιπλάσια του συνολικού μέσου όρου. Πολύ υψηλή (15,5%) είναι η ανεργία και στην αμέσως επόμενη κατηγορία (25 – 29 ετών). Όμως, έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια ποσοστά στις πλέον παραγωγικές ηλικίες. Ακριβέστερα, υπολογίζεται στο 9,5% για τις ηλικίες 30 – 44 ετών και 7,2% για την κατηγορία 45 – 64 ετών.
Σε επίπεδο Περιφέρειας, το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας (5,4%) εντοπίστηκε στο β’ τρίμηνο στο Νότιο Αιγαίο, ενδεικτικό της θετικής επίδρασης που είχε ο τουρισμός και η εποχική απασχόληση, για άλλο ένα έτος. Ακολουθούν η Πελοπόννησος (6,1%), ενώ στην τρίτη θέση ισοβαθμούν (7,3%) το Βόρειο Αιγαίο και η Κρήτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι και το ποσοστό ανεργίας της Αττικής, δηλαδή της μεγαλύτερης Περιφέρειας της Ελλάδας είναι μονοψήφιο (9,7%), καθορίζοντας εν πολλοίς και το συνολικό μέσο όρο. Αντίθετα, σε διψήφιο ποσοστό παραμένουν ακόμα η Ήπειρος (10,2%), η Κεντρική Μακεδονία (12,1%), οι Ιόνιοι Νήσοι (13,3%) και η Δυτική Μακεδονία (14%).
Παράλληλα, σημαντικά κάτω από το συνολικό ποσοστό απασχόλησης βρίσκονται οι Περιφέρειες της Θεσσαλίας (46,5%), η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία (48,2%).
Εξετάζοντας περισσότερο τα στοιχεία των απασχολούμενων, η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα το 69,3% εργάζονται ως μισθωτοί. Υπάρχει όμως και ένα σημαντικό ποσοστό (19,5%) που δηλώνουν αυτοαπασχολούμενοι.
Καταγράφεται επίσης μείωση της μερικής απασχόλησης, αλλά σημαντική αύξηση της προσωρινής εργασίας. Ειδικότερα, το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 6,5%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 13,7% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση κατά 9,2% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Αντίθετα, το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία ανέρχεται σε 11%, καταγράφοντας αύξηση κατά 40,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση 0,3% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Το στοιχείο αυτό δείχνει πόσο επιδρά η εποχική εργασία, που κρύβει προσωρινότητα, στη συνολική εικόνα της αγοράς, όπως αποτυπώνεται από την ΕΛΣΤΑΤ.
Το 52,3% των απασχολουμένων δηλώνει ότι εργάστηκε 40 – 47 ώρες την εβδομάδα, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (20%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες.
Σε σχέση με τους ανέργους, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (32%) είτε γιατί απολύθηκαν (16,6%).
Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 23,1% ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι είναι 53,2% του συνόλου. H πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση (56,8%), ενώ ο ένας στους τέσσερις (25,6%) δηλώνει ότι δεν έχει εγγραφεί στο μητρώο της ΔΥΠΑ. Προβληματίζει επίσης το στοιχείο ότι μόλις το 12% των ανέργων δηλώνει ότι λαμβάνει κάποιο επίδομα ή βοήθημα.