Θετικό πρόσημο για τα έσοδα του ΕΦΚΑ, που μπορεί να ανέλθει έως και τα 330 εκατ. ευρώ, δημιουργεί η αθρόα προσέλευση συνταξιούχων να δηλώσουν ότι συνεχίζουν να εργάζονται. Ήδη τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας δείχνουν ότι έχουν υπερβεί τους 190.000 οι συνταξιούχοι αυτής της κατηγορίας, με τον αριθμό τους να αυξάνεται με σταθερό ρυθμό. Το σύνολο αυτών των συνταξιούχων, εφεξής δεν θα έχει την παραμικρή περικοπή στη σύνταξή του, κάτι που σημαίνει ότι γλιτώνει το χαράτσι του 30% που ίσχυε μέχρι το τέλος της περασμένης χρονιάς. Αντίθετα, η μοναδική επιβάρυνσή τους, θα είναι η επιβολή ενός τέλους 10% επί του ετήσιου εισοδήματός τους, για συνταξιούχους που παρέχουν μισθωτές υπηρεσίες. Για όσους συνεχίζουν να εργάζονται ως μη μισθωτοί, το αντίστοιχο τέλος θα είναι της τάξης του 50%, επί της ασφαλιστικής κατηγορίας που έχουν επιλέξει. Πρόκειται για έναν πόρο που θεσπίστηκε στον πρόσφατο ασφαλιστικό νόμο (ν.4078/23) και τα έσοδα που θα προκύπτουν από εκεί, θα καταλήγουν στα Ταμεία του ΕΦΚΑ. Όμως, το σύνολο των συνταξιούχων που συνεχίζουν να εργάζονται, θα πρέπει να γνωρίζει ότι, από τον χρόνο υποβολής της αίτησης απασχόλησης, κρίνεται εν πολλοίς εάν κινδυνεύουν ή όχι, να υποστούν το τσουχτερό πρόστιμο της απώλειας 12 μηνιαίων συντάξεων.
Έχει υπολογιστεί ότι το έσοδο προς τον Φορέα, από αυτό τον πόρο μπορεί να υπερβεί τα 400 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, όσο ο αριθμός των συνταξιούχων, που θα δηλώνουν ότι απασχολούνται συνεχίζει να αυξάνεται. Από την στιγμή που η επιβάρυνση – περικοπή 30% επί του μηνιαίου εισοδήματος από συντάξεις, καταργήθηκε, οι συνταξιούχοι επιλέγουν να εμφανίσουν την εργασία τους, καθώς πλέον ο κίνδυνος βρίσκεται μόνο στο πεδίο του ελέγχου: Εάν εντοπιστούν ως εργαζόμενοι αλλά δεν το έχουν δηλώσει στον ΕΦΚΑ, τότε η ποινή που τους επιφυλάσσεται ανέρχεται σε ποσό ίσο με 12 μηνιαίες συντάξεις! Δηλαδή, όσοι δεν δηλώσουν την εργασία τους και είναι συνταξιούχοι, αν εντοπιστούν από τους ελέγχους του Φορέα, χάνουν τις συντάξεις ενός έτους.
Η επιβάρυνση για τον ΕΦΚΑ, από την αύξηση της δαπάνης που προκύπτει από την καταβολή του συνόλου της σύνταξης, υπολογίζεται ότι δεν θα υπερβεί τα 70 εκατ. ευρώ στο ανώτατο πεδίο. Άλλωστε, εκτιμάται ότι ένας σημαντικός αριθμός αυτών, δούλευαν και κατά τα προηγούμενα έτη, αλλά δεν το δήλωναν καθώς υπήρχε η απώλεια κατά 30% της σύνταξής τους, ως ποινή. Έτσι, για μεγάλο αριθμό συνταξιούχων, η δαπάνη που κατέβαλλε ο Φορέας για τις μηνιαίες συντάξεις τους, θα μείνει αμετάβλητη, αφού πριν δεν τους «έβλεπε» το σύστημα ως απασχολούμενους για να προβεί σε 30% περικοπή. Συνεπώς, στον ΕΦΚΑ, είναι πιθανό κατά το νέο έτος, να προκύψουν ανέλπιστα έσοδα από αυτή τη διαδικασία, που μπορεί να ξεπεράσουν τα 330 εκατ. ευρώ.
Όπως τόνιζε εγκύκλιος του ΕΦΚΑ που εκδόθηκε στα τέλη Ιουλίου, η ηλεκτρονική δήλωση απασχόλησης, πρέπει να πραγματοποιείται από τους συνταξιούχους, σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Ειδικότερα και με δεδομένο ότι ο Ασφαλιστικός Νόμος ψηφίστηκε στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, όσοι εργάζονταν την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024, εάν διέκοψαν την εργασία τους, όφειλαν να το δηλώσουν σχετικά εντός τετραμήνου μετά την έναρξη εφαρμογής του μέτρου, το αργότερο. Άρα θα έπρεπε να το έχουν πράξει έως τα τέλη Ιουλίου του περασμένου μήνα. Όσοι δεν το έπραξαν, μπαίνουν στην «πρώτη γραμμή» του ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ και, αν εντοπιστούν, θα υποστούν το σκληρό πρόστιμο της απώλειας 12 συντάξεων, όπως ορίζει ο νόμος.
Αντίστοιχα, όσοι ανέλαβαν εργασία μετά την 1η Μαρτίου του τρέχοντος έτους, μπορούν να υποβάλλουν ηλεκτρονική αίτηση έως την τελευταία ημέρα του μήνα που ανέλαβαν απασχόληση. Άρα και εκείνοι που έχουν ξεκινήσει να εργάζονται την περίοδο Μαρτίου – Ιουλίου, εάν δεν έχουν προβεί σε αποδοχή – ενημέρωση της εργασίας τους, υποβάλλοντας σχετική αίτηση προς τον Φορέα, κινδυνεύουν με ανάλογο πρόστιμο. Όσοι, αντίθετα, ξεκίνησαν να εργάζονται κατά τον τρέχοντα μήνα, τον Αύγουστο, ή όσοι στο εξής θα αναλάβουν εργασία, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι μπορούν να υποβάλλουν εμπρόθεσμα την αίτησή τους, έως το τέλος του μήνα που ξεκίνησαν να δουλεύουν. Διαφορετικά, θα βρεθούν στην ίδια δυσάρεστη θέση, να κινδυνεύουν με πρόστιμο, όπως οι ανωτέρω περιπτώσεις.
Η συγκεκριμένη υποχρέωση αφορά συνταξιούχους που απασχολούνται είτε ως μισθωτοί είτε ως μη μισθωτοί.