Οδικό χάρτη, ώστε σε έξι μήνες από την υπερψήφιση της Κοινοτικής Οδηγίας για τον κατώτατο μισθό, να έχουν μπει οι βάσεις για αλλαγές και παρεμβάσεις και στο πεδίο των Συλλογικών Συμβάσεων, ετοιμάζει το Υπουργείο Εργασίας. Πρόκειται για πρωτοβουλία που εμπεριέχεται στο πεδίο της Οδηγίας, η οποία πρέπει να γίνει Νόμος του Κράτους, έως τα μέσα Νοεμβρίου. Με τις ΣΣΕ στη χώρα να κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αποτελεί και κύριο στόχο της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου, ώστε να δοθεί ένα επιπλέον ερέθισμα, για να στηριχθούν οι μισθοί στον Ιδιωτικό Τομέα. Έτσι, μέχρι τη συμπλήρωση του σχετικού οδικού χάρτη, αναμένεται να επανεξεταστούν όλα εκείνα τα μνημονιακά μέτρα που καταγγέλλουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ότι εμποδίζουν την υπογραφή νέων Συλλογικών Συμβάσεων. Σε αυτά, κυρίαρχη θέση έχει η επεκτασιμότητα αυτών στο σύνολο των επιχειρήσεων ενός κλάδου και τα κριτήρια που διέπουν τη διαδικασία, αλλά και η λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), ώστε να διευκολύνονται εφεξής οι ΣΣΕ.
Σε πρώτη φάση, φαίνεται ότι γίνεται πλέον αντιληπτό πως μόνο η έμπρακτη στήριξη των ΣΣΕ μπορεί να οδηγήσει σύντομα σε υψηλότερες αποδοχές. Οι διαδοχικές αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς, μπορεί να επιδρούν σε περίπου 600.000 εργαζόμενους, αλλά δεν βοηθούν όσο θα έπρεπε, στο πεδίο των μέσων, ονομαστικών και πραγματικών μισθών. Γι’ αυτό άλλωστε και η πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, ανέδειξε ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2023, έκλεισε με το πραγματικό μέσο εισόδημα από εργασία στην Ελλάδα μόλις στο 90% της αγοραστικής δύναμης σε σχέση με το 2019, έναντι 9,7% στην ΕΕ των 27 κρατών – μελών.
Η πτώση του ονομαστικού πραγματικού μέσου εισοδήματος (ως συνέπεια κυρίως της αύξησης των καταναλωτικών αγαθών, που δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση αμοιβών), εντοπίζεται σχεδόν σε όλους τους κλάδους της Οικονομίας. Και αυτό ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας είναι υψηλότερη, σε σχέση με το 2019. Συγκεκριμένα, στη Βιομηχανία παρουσιάζεται αύξηση 1,6%, στη Μεταποίηση 20,4%, στις Κατασκευές 7,4%, στο Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο 4,5%, ενώ φτάνει στο 29,1% στην Ενημέρωση και Επικοινωνία. Όμως στον αντίποδα, ο μέσος κατά κεφαλήν πραγματικός κλαδικός μισθός, ελλείψει ΣΣΕ, δεν παρουσιάζει αντίστοιχη αύξηση. Στον Ενημέρωση και Επικοινωνία μπορεί να αυξάνεται κατά 22,3%, αλλά υπολείπεται κατά 6,8 μονάδες σε σχέση με την παραγωγικότητα. Αντίθετα, στη Βιομηχανία παρουσιάζεται πτώση 13,5% σε σχέση με το 2019, στη Μεταποίηση πτώση 2,3%, στις Κατασκευές 14,6%, στο Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο, Μεταφορές, Καταλύματα και υπηρεσίες Εστίασης 7,7%, ενώ στο 26,1% φτάνει η πτώση στις Χρηματοοικονομικές και Ασφαλιστικές δραστηριότητες.
Ένα επιπλέον στοιχείο που κάνει ακόμα πιο επιτακτική την στήριξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας είναι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Σύμφωνα με στοιχεία του 2023, ανήλθε στο 12,8%, σε σχέση με το σύνολο, το ποσοστό των εργαζομένων στην Ελλάδα που δούλευε με συμβάσεις ορισμένου χρόνου είτε επειδή δεν βρήκε μια θέση μόνιμης απασχόλησης είτε επειδή η φύση της δουλειάς ταίριαζε μόνο με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Με δεδομένο ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ, για την ίδια περίοδο, ήταν 8%, προκύπτει ότι στη χώρα, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι 50% περισσότερες από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Άρα, υπάρχει ο κίνδυνος, αυτές οι Συμβάσεις να οδηγούν και σε μικρότερες αποδοχές για όσους τις συνάπτουν, καθώς είναι για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Σε αυτό το επίπεδο, οι ΣΣΕ θα μπορούσαν να προσφέρουν λύση, οριοθετώντας ένα πιο σταθερό καθεστώς απασχόλησης και περιορίζοντας τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Άλλωστε οι ΣΣΕ καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό και τις συνθήκες απασχόλησης. Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Εργασίας, κυρίως μέσα από έρευνα του Eurofound με έτος αναφοράς το 2021, δείχνουν πως πάνω από ένας στους τρεις εργαζόμενους στην Ελλάδα (34,4%) εργάστηκε περισσότερες από 48 ώρες την εβδομάδα. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, με την αμέσως επόμενη, που καταγράφηκε στη Ρουμανία να είναι 8,8 μονάδες χαμηλότερη. Ακόμα χειρότερα, αν η σύγκριση γίνει με το μέσο όρο της Ευρώπης που είναι 20,8 μονάδες πιο κάτω, δηλαδή στο 13,6% μόλις.
Έτσι εξηγείται, φυσικά, γιατί το 30,3% των εργαζομένων στην Ελλάδα δηλώνει ότι το ωράριο εργασίας δεν εναρμονίζεται με τις λοιπές οικογενειακές ή κοινωνικές υποχρεώσεις. Σε αυτό το στοιχείο καθοριστική συμβολή έχει και το γεγονός ότι σχεδόν οι έξι στους δέκα εργαζόμενους (ποσοστό 58,2%) δήλωσαν το 2023, ότι εργάστηκαν εκτός του τυπικού ωραρίου εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι δούλεψαν σε καθεστώς βαρδιών ή με εργασία το απόγευμα ή το βράδυ ή κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου. Το ποσοστό αυτό είναι κατά 24,3 μονάδες υψηλότερο από το 33,9% που αποτελεί τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όλα αυτά τα στοιχεία, που βρίσκονται εν γνώσει του υπουργείου Εργασίας, δείχνουν ανάγλυφα γιατί πρέπει να στηριχθούν οι ΣΣΕ, που εκτός από τους μισθούς, καθορίζουν και τα ωράρια απασχόλησης.