Οι μισοί από τους εργαζόμενους στην Ελλάδα (45%) με δυσκολία καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, με το δεδομένο μισθό που λαμβάνουν, ενώ ο ένας στους τρεις εργάζεται πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα. Ως αποτέλεσμα αυτής της εργασιακής συνθήκης, που φέρνει τους εργαζόμενους στη χώρα να είναι «διπλά χαμένοι», επιτείνεται η εργασιακή ανασφάλεια, καθώς το 31,8% ανησυχεί μήπως χάσει τη δουλειά του, το επόμενο τρίμηνο. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύονται από την ανάλυση της πρόσφατης ετήσιας έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση και δείχνουν ότι σε όλους τους δείκτες οι Έλληνες εργαζόμενοι υπολείπονται σημαντικά των Ευρωπαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια σειρά από επιμέρους δείκτες (πχ ανταπόκριση τις μηνιαίες υποχρεώσεις και αβεβαιότητα ως προς το εισόδημα), εργαζόμενοι χωρών, όπως είναι η Λιθουανία και η Ρουμανία, που κατά το παρελθόν υστερούσαν σημαντικά, τώρα ξεπερνούν τους Έλληνες.
Από την έρευνα προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι, εξαιτίας του γεγονότος ότι λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς και ταυτόχρονα εργάζονται περισσότερο, αντιμετωπίζουν πρόβλημα εναρμόνισης με τις υπόλοιπες οικογενειακές και γενικότερα, κοινωνικές τους υποχρεώσεις.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ:
- Το 45% των εργαζομένων στην Ελλάδα σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό αδυνατεί να αντεπεξέλθει με ευκολία στις υποχρεώσεις του. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ και σχεδόν το διπλάσιο του μέσου όρου της Ένωσης που βρίσκεται στο 24,5%.
- H Λιθουανία καταγράφει 14,1% στο δείκτη των εργαζομένων που δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα με τα οικονομικά τους, δηλαδή τρεις φορές χαμηλότερα από την Ελλάδα.
- Στην Ελλάδα είναι υψηλός και ο δείκτης αβεβαιότητας των εργαζομένων σχετικά με την εξέλιξη του εισοδήματός τους το προσεχές διάστημα. Το 30,3% εξ αυτών αδυνατεί να προβλέψει το ύψος του εισοδήματός του, τους επόμενους τρεις μήνες. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (12,2%), με την Ελλάδα να υπολείπεται μόνο της Βουλγαρίας σε αυτό το δείκτη που καταγράφει 34,5%
- Η Ισπανία που καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας στην ΕΕ, στο δείκτη αβεβαιότητας των εργαζομένων ως προς το εισόδημά τους, βρίσκεται στο 21,4%, δηλαδή αισθητά χαμηλότερα από την Ελλάδα.
- Η Λιθουανία, ως προς το δείκτη αβεβαιότητας του εισοδήματος για το επόμενο τρίμηνο, βρίσκεται στο 14,9% δηλαδή κινείται κατά 49,7% χαμηλότερα από την Ελλάδα.
- H Ρουμανία, χώρα των Βαλκανίων που κατά το παρελθόν υπολειπόταν σημαντικά σε σχέση με την Ελλάδα, βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη μοίρα και ως προς τους δύο δείκτες. Ειδικότερα, ο δείκτης δυσκολίας ανταπόκρισης των εργαζομένων στις οικονομικές τους υποχρεώσεις υπολογίστηκε στο 29,1%, δηλαδή 15,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον αντίστοιχο της Ελλάδας. Επίσης, ο δείκτης αβεβαιότητας ως προς τον μισθό κατά το επόμενο τρίμηνο ήταν στο 26,4%, μικρότερες κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες από τον αντίστοιχο ελληνικό.
Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά και ως προς το σκέλος της μη ηθελημένης άτυπης απασχόλησης. Το 2023 η χώρα κατέγραψε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης (7,3%) στην Ευρώπη, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό είναι 17,8% στην ΕΕ και 20,6% στην Ευρωζώνη, δηλαδή υπερδιπλάσιο. Όμως σχεδόν οι μισοί από τους μερικά απασχολούμενους στην Ελλάδα (42,8%), δήλωσαν ότι επέλεξαν το συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας επειδή δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά, με όρους πλήρους απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό είναι 23,4 ποσοστιαίες μονάδες από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (19,4%) και το πέμπτο υψηλότερο στο σύνολο της Ένωσης. Έτσι, ως προς το σύνολο των εργαζομένων, το ποσοστό των μη ηθελημένα μερικά απασχολούμενων διαμορφώθηκε το 2023 στο 3,1% στην Ελλάδα, τιμή που αποτελεί την όγδοη υψηλότερη μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ σχετικά με τους εργαζόμενους που δουλεύουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην Ελλάδα το ποσοστό τους παρέμεινε σχετικά υψηλό (12,8%), μεγαλύτερο κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 8% που είναι ο μέσος όρος της Ευρώπης. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις τρίτη θέση ανάμεσα σε 18 χώρες της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Αρκετά υψηλός είναι στην Ελλάδα και ο δείκτης εργασιακής ανασφάλειας. Το 31,8% απάντησε ότι το επόμενο τρίμηνο υπάρχει η πιθανότητα να χάσει την εργασία του. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 12,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος.
Προβληματίζουν επίσης το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ τα στοιχεία σε σχέση με τις πολλές ώρες εργασίας των εργαζομένων, σε βαθμό που να εκτιμάται ότι διαταράσσεται και η ισορροπία μεταξύ του εργασιακού και του ελεύθερου χρόνου τους. Από τη συγκεκριμένη έρευνα προκύπτει ότι το 34,4% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωσε ότι εργαζόταν συνήθως περισσότερες από 48 ώρες την εβδομάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Ρουμανία, που καταγράφει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 8,8 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο (25,6%). Ακόμα χειρότερα, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις στο 13,6%, δηλαδή 20,8 μονάδες χαμηλότερα.
Εξαιτίας του υψηλού φόρτου εργασίας των εργαζομένων στην Ελλάδα, οι πολλές ώρες απασχόλησης επηρεάζουν και άλλες προτεραιότητες της ζωής τους. Έτσι, το 30,3% εξ αυτών δηλώνει ότι το ωράριο εργασίας δεν εναρμονίζεται πολύ ή έστω αρκετά με τις οικογενειακές ή διάφορες άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις τους. Το 2023 το 58,2% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωσε ότι απασχολούνταν εκτός του τυπικού ωραρίου εργασίας (δηλαδή σε καθεστώς βαρδιών, ή με εργασία το απόγευμα, ή το βράδυ, ή κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου). Την ίδια στιγμή το ποσοστό στην ΕΕ για το ίδιο θέμα ήταν 33,9%, δηλαδή χαμηλότερο κατά 24,3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο.