Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις στο πεδίο των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυξήσεις μισθών, προωθεί η Κυβέρνηση την κύρωση της Κοινοτικής Οδηγίας για τις βασικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα. Ουσιαστικά πρόκειται να θεσμοθετηθούν τέσσερα κριτήρια, που δεν ευνοούν όμως ιδιαίτερα την ανοδική εξέλιξη των μισθών, προς όφελος των εργαζομένων. Αυτά είναι η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών, το γενικό επίπεδο των ακαθάριστων αποδοχών, ο ρυθμός αύξησής τους και η παραγωγικότητα της εργασίας.
Με την αρμόδια Επιτροπή να συνεχίζει τις συνεδριάσεις της, χωρίς ωστόσο να έχει παραχθεί ακόμα κάποιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα, η βασική στόχευση του Υπουργείου Εργασίας αναμένεται να είναι, η διατήρηση χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές του υφιστάμενου καθεστώτος.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι δεν θα δοθούν τα κίνητρα εκείνα που είναι απαραίτητα ώστε να αυξηθεί το πλήθος των Συλλογικών Συμβάσεων, άρα και το ποσοστό των εργαζομένων που θα καλύπτονται από αυτές. Επίσης, δεν αναμένεται να καταργηθούν τα αντικίνητρα που έχουν θεσμοθετηθεί από την «μνημονιακή εποχή» ακόμα και τα οποία περιορίζουν δραματικά το πεδίο συμβιβασμού, άρα και συμφωνίας, ανάμεσα σε εργοδότες και σε εργαζόμενους.
Ουσιαστικά, η κύρωση της Κοινοτικής Οδηγίας, αναμένεται να πραγματοποιηθεί προς τα τέλη της τρέχουσας χρονιάς, πιθανότατα τον Νοέμβριο. Άλλωστε έως και τον Σεπτέμβριο, θα πραγματοποιεί συνεδριάσεις η αρμόδια Επιτροπή που έχει συσταθεί προς τούτο, για να δώσει εν συνεχεία τις σχετικές κατευθύνσεις – προτάσεις, προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας. Ήδη πάντως, έχει διαφανεί εν πολλοίς το σκεπτικό, βάσει του οποίου αναμένεται να γίνει η ενσωμάτωση της επίμαχης Οδηγίας, στην ελληνική νομοθεσία. Τα δύο βασικά σημεία που θα στηριχθεί η επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης, πρόκειται να είναι τα ακόλουθα:
1) Κάθε χώρα – μέλος της ΕΕ είναι ελεύθερη να επιλέξει τον αριθμό και τη βαρύτητα των κριτηρίων που θα χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Θα πρέπει όμως οπωσδήποτε να λαμβάνει κατ’ ελάχιστον υπόψη τα εξής ιδιαίτερα σημεία:
*Την αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών.
* Το γενικό επίπεδο των ακαθάριστων μισθών και την κατανομή τους.
* Τον ρυθμό αύξησης των ακαθάριστων μισθών.
*Τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Αυτές οι τέσσερις βασικές προβλέψεις, με την ανάλογη χρήση θα μπορούν εν πολλοίς να ρυθμίζουν στο μέλλον τις κατώτατες αποδοχές, άρα και την εξέλιξη του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα.
2) Η Ελλάδα ανήκει στις 22 χώρες που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό.
Ωστόσο, μόνο σε πέντε κράτη-μέλη της ΕΕ (Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Ιταλία και Σουηδία) ο κατώτατος μισθός καθορίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Βέβαια υπάρχει και η πρόβλεψη στην Κοινοτική Οδηγία, αναφορικά με την ενεργό συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών και την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. O αντίλογος σε αυτή την επιχειρηματολογία είναι ότι ήδη συμμετέχουν στη διαδικασία οι κοινωνικοί εταίροι, μέσω των εισηγήσεών τους, όταν καθορίζονται οι νέες κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα.
Επιχειρήσεις
Στις προϋποθέσεις των επιχειρήσεων είναι, αφού υπογράφεται μια συλλογική σύμβαση, να εφαρμόζεται υποχρεωτικά από όλες όσες είναι μέλη της εκάστοτε αντιπροσωπευτικής οργάνωσης ενός κλάδου. Έως τώρα όμως, οι επιχειρήσεις διατηρούν το δικαίωμα να αποχωρήσουν από αυτές τις οργανώσεις. Έτσι, μπορούν να υπερβαίνουν μια Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και να περιορίζονται στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα, ή σε μια επιχειρησιακή σύμβαση ή σε απλές ατομικές συμβάσεις, που όμως συνήθως αποφέρουν μικρότερους μισθούς.