Κίνδυνο για “πάγωμα” του κατώτατου μισθού και των κλαδικών συμβάσεων εργασίας μέσω του νέου συστήματος που προωθεί η κυβέρνηση, διαβλέπει η ΓΣΕΕ. Με εκτενή επιστολή της προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, επισημαίνει ότι την τελευταία τριετία το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντεπεξέρχεται με πολύ μεγάλη δυσκολία στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών.
Η Συνομοσπονδία, η οποία προχωρά σε Γενική Απεργία στις 20 του μηνός, εκφράζει την διαφωνία της απέναντι στον κυβερνητικό σχεδιασμό, υπογραμμίζοντας ότι η νομοθετική πρωτοβουλία που προωθεί είναι αντίθετη προς την Κοινοτική Οδηγία για επαρκείς μισθούς.
Σύμφωνα με τους επιστημονικούς συνεργάτες της ΓΣΕΕ, ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων όχι μόνο δεν αποκαθίσταται αλλά υποβαθμίζεται αποκτώντας συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Επίσης, δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα αύξησης του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις.
Επιπλέον, καταγράφεται πλήθος εξαιρέσεων επί της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού, προκαλώντας εύλογο προβληματισμό.
Το πόρισμα της Επιτροπής, Εμπειρογνωμόνων, που αποτελεί τον βασικό κορμό της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, προβλέπει ότι οι βασικές αποδοχές μπορούν να μην αναπροσαρμόζονται στις εξής περιπτώσεις:
· Όταν η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση.
· Όταν υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού ΔΤΚ από το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
· Όταν υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
· Όταν η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού δεν δικαιολογείται από τα επίπεδα μακροπρόθεσμης εξέλιξης στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της οικονομίας.
· Όταν υπάρχει απόσταση του κατώτατου μισθού από το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού.
· Όταν υπερβαίνονται οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας.
· Όταν υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις που δεν δικαιολογούν κάποια μετατροπή του.
Όπως επισημαίνει η Συνομοσπονδία το γεγονός ότι οι εξαιρέσεις αυτές «δεν εξειδικεύονται, εισάγει πλήθος αόριστων εννοιών, που η συνδρομή και μιας μόνο από αυτές μπορούν να οδηγούν μονοσήμαντα χωρίς τη συνεκτίμηση άλλων στοιχείων (όπως πχ την επάρκεια του κατώτατου μισθού, τη διαβίωση κάτω από τα όρια της φτώχειας, την οικονομική υστέρηση των νοικοκυριών), σε μόνιμο πάγωμα του κατώτατου μισθού».
Στην κριτική που ασκεί η ΓΣΕΕ, τονίζεται η επιτακτική ανάγκη πλήρους αποκατάστασης του καθεστώτος που ίσχυε πριν από το 2012, με ενσωμάτωση του κατώτατου μισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ως μέτρο που θα στηρίξει και το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις, ευρύτερα.
Ειδικά ως προς το ζήτημα αυτό, η Συνομοσπονδία παρατηρεί ότι «δεν προβλέπονται στο πόρισμα ούτε συγκεκριμένα μέτρα ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων ούτε μέτρα για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ, ιδίως όταν είναι γνωστό ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δυσχεραίνει σημαντικά την κατάρτιση, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με αποτέλεσμα να έχουμε συρρίκνωση των συλλογικών ρυθμίσεων».