Κάποιοι κλάδοι της οικονομίας επιβίωσαν, έστω και δύσκολα, εν μέσω πανδημίας. Άλλοι πάλι, υπέστησαν δραματική συρρίκνωση. Η έκθεση για την ελληνική οικονομία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, αναδεικνύει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα βίωσαν οι τομείς που σχετίζονται με τον πολιτισμό και την ψυχαγωγία, το λιανικό και το χονδρικό εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες καταλύματος και η εστίαση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα δημόσια οικονομικά δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησης που έχει η χώρα, από τις υπηρεσίες και πιο συγκεκριμένα, από τον τουρισμό και από την εστίαση.
Διαπιστώθηκε την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, προφανής επενδυτική ανεπάρκεια, με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας να παραμείνει ιδιαίτερα χαμηλή (στο 51,4% της ΕΕ και στο 44,2% της Ευρωζώνης).
Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία είχε ξεκάθαρα αρνητικό πρόσημο (-8,1%), το διάστημα της πανδημίας. Αιτία είναι συνολικά ο τομέας τον υπηρεσιών (-9,4%). Πιο συγκεκριμένα όμως, τη μεγαλύτερη ευθύνη έχουν οι κλάδοι «τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία∙ άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών» (-25,4%) και «χονδρικό και λιανικό εμπόριο, μεταφορές, παροχή υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης» (-22,8%).
Σε σχέση με τον όγκο απασχόλησης, η έκθεση διαπιστώνει ότι μεγαλύτερη ανθεκτικότητα την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, έδειξαν η βιομηχανία και ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας (-3,9% και -0,3% αντίστοιχα)
Ειδικότερα στον κλάδο της βιομηχανίας, σε σχέση με τον όγκο παραγωγής, «αντοχές» επέδειξαν η «παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και φαρμακευτικών σκευασμάτων», λόγω της ανάγκης για φάρμακα και συναφή προϊόντα, την περίοδο της πανδημίας. Στον αντίποδα, η χαμηλότερη ανθεκτικότητα καταγράφηκε στην ένδυση και στην υπόδηση.
Θετικό πρόσημο στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, παρείχε ο κλάδος των κατασκευών (+10,4%) και έπονται οι πραγματικές επενδύσεις σε πάγια στοιχεία «κατοικιών και λοιπών κτιρίων και υποδομών» (10,7%).
Η αύξηση της τηλεργασίας και του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εποχή της πανδημίας είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά 4,9% οι πραγματικές επενδύσεις σε εξοπλισμό τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνίας.