Τι και αν αναπτύσσονται, τι και αν αυξάνουν την κερδοφορία τους, οι επιχειρήσεις βιώνουν την διαρκή αύξηση των κενών θέσεων εργασίας. Από τη μία εκφράζουν δυσαρέσκεια επειδή δεν βρίσκουν εργαζόμενους με τις δεξιότητες που απαιτούνται. Από την άλλη, πολλοί από τους εργαζόμενους, βρίσκονται ήδη στο εξωτερικό και κάνουν καριέρα και έχουν επιλέξει να ζήσουν μακριά από την Ελλάδα.
Αυτές είναι οι κύριες διαπιστώσεις έρευνας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ).
Με στοιχεία β’ τριμήνου του τρέχοντος έτους, υπολογίστηκαν σε 53.814 οι κενές θέσεις εργασίας στη χώρα, όπως καταγράφηκαν στη Eurostat. O αριθμός αυτός, είναι κατά 54,4% αυξημένος συγκριτικά με πριν από ένα έτος, με τα μεγαλύτερα προβλήματα να εντοπίζονται στον Τουρισμό (16,4%). Ακολουθούν ο Δημόσιος Τομέας, (Δημόσια Διοίκηση, Άμυνα και Κοινωνική Ασφάλιση) (14,6%) και οι Διοικητικές και Υποστηρικτικές Δραστηριότητες (13,7%).
Σύμφωνα με την ανάλυση που πραγματοποίησε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΚΒ) οι κενές θέσεις εργασίας αυξάνονται παρά τη μείωση της ανεργίας, που υπολογίστηκε σε μονοψήφιο ποσοστό 9,6% τον Ιούνιο. Έτσι, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, παρά το όποιο διαθέσιμο εργατικό δυναμικό υπάρχει ακόμα.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνιο είχε ως αντικείμενο τα βασικά αίτια αυτής της προβληματικής κατάστασης, που έχει ως αποτέλεσμα να διευρύνονται συνέχεια οι κενές θέσεις στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τις απόψεις που εξέφρασαν 1.600 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, τα κύρια αίτια συνοψίζονται ως εξής:
- Νέες θέσεις λόγω ανάπτυξης: Οι περισσότερες επιχειρήσεις (52,4%) αναζητούν προσωπικό για να καλύψουν τακτικές ανάγκες τους λόγω ανάπτυξης (είτε από την αύξηση των πωλήσεων είτε από την επέκτασή τους χάρη στην έγκριση χρηματοδοτήσεων) παρά για την κάλυψη προσωρινών/εποχικών αναγκών. Άρα περισσότερες από μία στις δύο επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό για να καλύψουν τις νέες ανάγκες που προκύπτουν από την ανάπτυξη που επιτυγχάνουν.
- Δυσκολία εύρεσης κατάλληλου εργατικού δυναμικού: Το 76,7% των επιχειρήσεων της
έρευνας δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση κατάλληλου προσωπικού, με κύριους παράγοντες την απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας και την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους υποψηφίους. Ουσιαστικά, το συγκεκριμένο εύρημα συνδυάζεται με το αμέσως προηγούμενο. Η σημαντική ανάπτυξη μεγάλης μερίδας επιχειρήσεων, οδηγεί σε αναζήτηση νέων εργαζομένων, που όμως θα ήταν χρήσιμο να έχουν και αναπτυγμένες δεξιότητες ή να διαθέτουν προϋπηρεσία, άρα να είναι πιο έμπειροι ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις καινούργιες συνθήκες που διαμορφώνονται.
- Η ζήτηση επικεντρώνεται σε νέους εργαζόμενους: Οι περισσότερες επιχειρήσεις εστιάζουν
στην πρόσληψη προσωπικού με μικρή προϋπηρεσία (έως πέντε έτη), πιστοποιημένων γνώσεων (κατάρτιση, εξειδίκευση, εκπαίδευση), ανεξαρτήτως φύλου και προσφέρουν μισθό έως 1.500 ευρώ. Η ζήτηση δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτήτων: οι περισσότερες επιχειρήσεις (43,4%) αναζητούν επαγγελματίες υψηλής εξειδίκευσης με τη αναζήτηση ανειδίκευτων εργατών να ακολουθεί (26,6%).
- Κίνητρα για νέους εργαζόμενους: Το 52% των επιχειρήσεων αναφέρουν την απόκτηση εμπειρίας και το χτίσιμο του βιογραφικού ως το βασικότερο προσφερόμενο κίνητρο για να γίνουν ελκυστικές στην προσέλκυση προσωπικού. Το 44,5% των επιχειρήσεων θεωρεί τις αυξημένες απολαβές ως το επόμενο πιο βασικό κίνητρο.
- Επαναπατρισμός νέων εργαζομένων: Το 14,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει προσλάβει άτομα που επαναπατρίστηκαν κατά την τελευταία τριετία, δείχνοντας μία μικρή τάση για σταδιακή επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό. Με δεδομένο όμως ότι κατά την προηγούμενη δεκαετία, υπολογίζεται ότι η απώλεια εργαζομένων που κατέφυγαν στο εξωτερικό ήταν πολύ μεγάλη (από 700.000 έως 1 εκατ.), γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχουν πολλά ακόμα περιθώρια βελτίωσης.
• Ο ρόλος της εκπαίδευσης και των μισθών: Το 56,7% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι χρειάζεται καλύτερη και αποτελεσματικότερη σύνδεση εκπαιδευτικών φορέων και επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι παρεμβάσεις τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης όσο και οικονομικής φύσεως αναμένεται να βελτιώσουν το πλαίσιο απασχόλησης.