Αθήνα 30/10/2020
Προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων,
Γ. Βρούτση
Κοιν: Βουλευτές Κοινοβουλίου
Θέμα: «Συνταξιούχοι του Δημοσίου χηρείας με 25% σύνταξη του θανόντα.»
Κύριε Υπουργέ,
Αναγκαζόμαστε να σας αποστείλουμε την παρούσα Επιστολή μας, προκειμένου να σας πληροφορήσουμε για τα αυτονόητα, καθώς για ακόμη μια φορά παραβιάζεται κατάφωρα η Αρχή της ίσης μεταχείρισης σε βάρος σημαντικού αριθμού συνταξιούχων του δημοσίου τομέα.
Συγκεκριμένα, ως ίσχυε έως την δημοσίευση του νόμου 4387/2016, και ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του α. 58 του ΠΔ 169/2007: ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ με τίτλο: «Συρροή σύνταξης και μισθού ή συντάξεων»: «1. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του δημοσίου γενικά που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημόσιου τομέα, που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν.1256/1982 και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ούτε από το δημόσιο ούτε και από άλλους ασφαλιστικούς φορείς…..
Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και:
α. για όσους λαμβάνουν, εξ` ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση, βουλευτική σύνταξη ή χορηγία αιρετού οργάνου των Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού, καθώς και
β. για όσους λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης και της βουλευτικής ή χορηγία και συγχρόνως βουλευτική αποζημίωση ή αντιμισθία, ως αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού, κατά περίπτωση».
2.Το συντάξιμο του χρόνου του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου δεν αίρεται αν ο συνταξιούχος περιορισθεί στη λήψη μόνο των αποδοχών, οπότε αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης. Η αναστολή της καταβολής της σύνταξης, καθώς και η επαναχορήγησή της, γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στην αρμόδια υπηρεσία και αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Ο χρόνος υπηρεσίας του συνταξιούχου στη νέα θέση που παρασχέθηκε μετά την αναστολή καταβολής της σύνταξης του σε καμιά περίπτωση δεν προσμετράται ως συντάξιμος στην υπηρεσία της προγενέστερης θέσης από την οποία δικαιώθηκε τη σύνταξη, η καταβολή της οποίας έχει ανασταλεί.(`Αρθρο 10 παρ. 2 Ν.1813/1988)»
Ήτοι, ως ίσχυε, όταν και οι δύο σύζυγοι ήταν δηµόσιοι υπάλληλοι και αποβιώσει ο ένας, το ελληνικό ∆ηµόσιο δε χορηγούσε δεύτερη σύνταξη στον επιζώντα, κάτι που δε συµβαίνει σε κανένα άλλο Ασφαλιστικό Ταµείο. ∆ινόταν μόνο µόνο η δυνατότητα στον επιζώντα σύζυγο να επιλέξει µία από τις δύο συντάξεις ή αν εργάζεται να παραιτηθεί από την υπηρεσία και να λάβει τη σύνταξη του θανόντος αν είναι µεγαλύτερη από το µισθό του. Αυτό βέβαια χρειάζεται µελέτη και προσοχή να εξετάσει αν τον συµφέρει µακροπρόθεσµα ο ενδιαφερόμενος. Στην περίπτωση που και οι δύο είναι δηµόσιοι υπάλληλοι ή ο ένας εργάζεται στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, µπορεί ο επιζών σύζυγος να εξακολουθήσει να εργάζεται και να παίρνει µαζί µε το µισθό του το 25% της σύνταξης χηρείας. Στην περίπτωση όµως αυτή δεν υπολογίζεται ως συντάξιµος ο χρόνος στην υπηρεσία του για όσο χρόνο λαµβάνει τη σύνταξη του θανόντος, αν και τις ασφαλιστικές εισφορές τις καταβάλλει κανονικά. Γι αυτό και κανένας δεν έκανε χρήση αυτής της διάταξης, επειδή είναι ασύµφορο. Στην περίπτωση όµως που κάποιος επέλεγε αυτή τη διάταξη, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται (70%) από τον επιζώντα ή ολόκληρη η σύνταξη σε περίπτωση που αναστέλλεται, επιµερίζεται στα προστατευόµενα παιδιά, που δικαιούνται της σύνταξης κατά ίσα µέρη.
Πλέον όμως, σύμφωνα με το ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β` το οποίο αφορά σε «ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ» και συγκεκριμένα με τη διάταξη του α. 12 του Ν. 4387/2016 με τίτλο: «Σύνταξη λόγω θανάτου», όπως αυτή τροποποιήθηκε δυνάμει του αρ. 19 § 4 του Ν.4611/2019 (ΦΕΚ Α 73/17.5.2019) ορίσθηκαν τα εξής:
«1. …
- Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο «ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%)» της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, αυτή περιορίζεται ως ακολούθως:
….
- Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
….»
Οι ρυθμίσεις οι οποίες εισάγονται με τις ανωτέρω διατάξεις, αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους συνταξιούχους του Δημοσίου, όταν ο θάνατος έχει επέλθει μετά τις 13/05/2016.
Πλην όμως, η ανωτέρω διάταξη, με την οποία γίνεται καταφανής διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Και τούτο διότι, κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι δεσμεύει και το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην αντιμετωπίζει κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, τη συνδρομή των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια.
Συνεπώς, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής.
Εξάλλου γενικότεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος για τη διαφορετική νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών κατηγοριών εργαζομένων, που παρέχουν την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, συντρέχουν όταν η κάθε κατηγορία παρέχει την εργασία κάτω από διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς, ήτοι όταν η μία κατηγορία παρέχει τις υπηρεσίες της με σχέση δημοσίου δικαίου και η άλλη με σχέση ιδιωτικού δικαίου ή προκειμένου περί κατηγοριών εργαζομένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν η μία απασχολείται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ και η άλλη στον ιδιωτικό τομέα.
Εξάλλου γενικότεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος για τη διαφορετική νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών κατηγοριών εργαζομένων, που παρέχουν την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, συντρέχουν όταν η κάθε κατηγορία παρέχει την εργασία κάτω από διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς, ήτοι όταν η μία κατηγορία παρέχει τις υπηρεσίες της με σχέση δημοσίου δικαίου και η άλλη με σχέση ιδιωτικού δικαίου ή προκειμένου περί κατηγοριών εργαζομένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν η μία απασχολείται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ και η άλλη στον ιδιωτικό τομέα.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι κατάφωρη ανισότητα κάθε συνταξιούχος γήρατος του δημοσίου που έχει χάσει τον ή την σύζυγό του, επίσης συνταξιούχο του δημοσίου, το ποσό της σύνταξης χηρείας που δικαιούται να μην είναι ανάλογο για όλες τις περιπτώσεις. Με τα σημερινά δεδομένα, αν ο θάνατος επήλθε πριν την ισχύ των διατάξεων του νόμου 4387/2016 λαμβάνουν, επιπλέον της δικής τους σύνταξης, και το 25% της σύνταξης τού ή της συζύγου ως σύνταξη χηρείας ή, εναλλακτικά εάν επιθυμούν, ολόκληρη τη σύνταξη χηρείας και το 25% της δικής τους σύνταξης, αντιθέτως, όσοι έχουν απωλέσει τον ή την συνταξιούχο σύζυγό τους μετά την ισχύ των διατάξεων του νόμου 4387/2016, δηλαδή μετά τις 13.05.2016, λαμβάνουν πλέον της δικής τους σύνταξης ως σύνταξη χηρείας, το 70% της σύνταξης του θανόντος για μια τριετία και, μετά το πέρας της, το 50% αυτού.
Για τους ανωτέρω λόγους, με δεδομένο ότι η ως άνω διάταξη του Ν. 4387/2016, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, τυγχάνει άκυρη, ως εκ τούτου ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική, δέον όπως επιληφθείτε, ως τούτο υπάγεται στις αρμοδιότητές σας, να συμπεριληφθούν στην ως άνω ευμενή διάταξη άπαντες οι συνταξιούχοι του δημοσίου τομέα, ώστε να λαμβάνουν το ποσοστό 70% της και όσοι λαμβάνουν σύνταξης λόγω θανάτου προ του 2016 και σήμερα λαμβάνουν μόλις το 25%.
Ζητάμε άμεσα νομοθετική ρύθμιση.
ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.
Ο Πρόεδρος Η Γ.Γραμματέας
Ν. Χατζόπουλος Π.Μουρίκη