Σε μονοψήφιο ποσοστό (9,6%) επέστρεψε η ανεργία τον Ιούνιο, σπάζοντας το «ψυχολογικό όριο» του 10% για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες και δείχνοντας ότι η αποκλιμάκωση συνεχίζεται, αν και με αργό ρυθμό. Η προηγούμενη φορά που, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, διαπιστώθηκε πάλι μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας ήταν τον Οκτώβριο του 2023, στα μη προσαρμοσμένα όμως εποχικά αποτελέσματα. Αν ανατρέξουμε πιο βαθιά στο παρελθόν, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, η ανεργία καταγράφηκε μονοψήφια στα μη προσαρμοσμένα εποχικά στοιχεία για τελευταία φορά ήταν τον Σεπτέμβριο του 2009 με 9,3%, δηλαδή πριν από σχεδόν 15 ολόκληρα χρόνια!
Τα στοιχεία δείχνουν σημαντική υποχώρηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το 11,4% που είχε υπολογιστεί η ανεργία τον Ιούνιο του 2023, δηλαδή πριν από ακριβώς ένα έτος. Όμως ακόμα και αν η σύγκριση γίνει με τον αμέσως προηγούμενο μήνα, τον Μάιο, φαίνεται ότι η ανεργία υποχώρησε κατά 0,7 μονάδες από το 10,3% που είχε καταγραφεί. Βέβαια, πρέπει να περιμένουμε την ΕΛΣΤΑΤ να προβεί στις απαιτούμενες εποχικές διορθώσεις για να οριστικοποιηθεί το μονοψήφιο ποσοστό για τον φετινό Ιούνιο. Υπενθυμίζεται ότι μετά την απαραίτητη εποχική προσαρμογή που έγινε τον περασμένο Οκτώβριο, το αρχικό 9,6% κατέληξε να ανέλθει στο 10,8%, δηλαδή αρκετά μακριά από το μονοψήφιο ποσοστό.
Ανάλογη εικόνα προέκυψε και φέτος με τα στοιχεία της ανεργίας για το α’ τρίμηνο. Με βάση τα εποχικά προσαρμοσμένα ποσοστά, ο μέσος όρος του Ιανουαρίου (11,2%), του Φεβρουαρίου (11,3%) και του Μαρτίου (10,6%), ήταν 11%. Όμως τελικά, το επίσημο ποσοστό ανεργίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ήταν 12,1%, δηλαδή αισθητά υψηλότερο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα στοιχεία του φετινού Ιουνίου δείχνουν ότι οι άνεργοι υποχωρούν και οι απασχολούμενοι αυξάνονται. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι περιορίστηκαν τον Ιούνιο σε 456.663 άτομα σημειώνοντας μείωση κατά 85.865 σε σχέση με τον Ιούνιο του 2023 (-15,8%) και κατά 30.629, συγκριτικά με τον Μάιο του 2024 (-6,3%). Αντίστροφα, οι απασχολούμενοι ανήλθαν σε 4.293.899 άτομα σημειώνοντας αύξηση κατά 79.229 σε σχέση με τον Ιούνιο του 2023 (+1,9%) και κατά 41.192 σε σχέση με τον Μάιο του 2024 (+1,0%).
Επίσης, τα άτομα κάτω των 75 ετών που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή όσοι δεν εργάζονται αλλά ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 3.027.673, σημειώνοντας μείωση κατά 16.999 σε σχέση με τον Ιούνιο του 2023 (-0,6%) και κατά 12.838, συγκριτικά με τον Μάιο του 2024 (-0,4%).
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, σε σχέση με προ 15αετίας όταν είχε καταγραφεί το τελευταίο μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας τον Σεπτέμβριο του 2009, οι άνεργοι ήταν 473.600, δηλαδή λίγο περισσότεροι (16.937 άτομα) σε σχέση με το φετινό Ιούνιο. Αντίστοιχα, τότε οι απασχολούμενοι ήταν 4.607.600, δηλαδή 313.701 περισσότεροι σε σχέση με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική αγορά εργασίας, μετά από 15 χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων, στην οικονομία, στην υγεία και στην ενέργεια, είναι σημαντικά μικρότερη και δεν μπορεί να απορροφήσει μεγαλύτερο πλήθος ανέργων και να τους τοποθετήσει στο εργατικό δυναμικό της χώρας, όπως έκανε τότε.
Σε επίπεδο φύλου, διαπιστώνεται και πάλι η τεράστια διαφορά της ανεργίας ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες. Πιο αναλυτικά, στους άνδρες η ανεργία τον Ιούνιο υπολογίστηκε μόλις 7,5%, ενώ στις γυναίκες καταγράφηκε στο 12,2%, δηλαδή ήταν αισθητά υψηλότερη. Πάντως, σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο μήνα, διαπιστώνεται και εδώ αξιοσημείωτη αποκλιμάκωση καθώς στους άνδρες τον Μάιο η ανεργία είχε υπολογιστεί 8,1% και 13,8% είχε ανέλθει στις γυναίκες.
Υπερδιπλάσια του γενικού ποσοστού, ήταν η ανεργία τον Ιούνιο και στους νέους. Στις ηλικίες 15 – 24 ετών, υπολογίστηκε στο 22,5% δείχνοντας εμφανή σημάδια υποχώρησης. Σημειώνεται ότι ένα μήνα πριν, τον Μάιο της φετινής χρονιάς, η ανεργία των νέων ήταν 23,8%, άρα μειώθηκε κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Με ανάρτησή της στα social media η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως αναφέρθηκε στο μονοψήφιο ποσοστό που κατέγραψε η ανεργία τον Ιούνιο. Επισήμανε ότι οι πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης θα συνεχιστούν με έμφαση σε τέσσερις τομείς όπου έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης: Τους νέους, τις γυναίκες, τα άτομα με αναπηρία και τους συνταξιούχους.