Τεράστιες διαφορές ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, προκύπτουν από τα πρώτα υπομνήματα που υποβλήθηκαν σε σχέση με την αύξηση που πρόκειται να δοθεί από την Κυβέρνηση στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα. Το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ προτείνει η αύξηση να ανέλθει στο 16,4% ή 128 ευρώ και έτσι ο βασικός μισθός να ανέλθει στα 908 ευρώ, από 780 ευρώ που είναι σήμερα. Στον αντίποδα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, βρίσκεται η ΕΣΕΕ, που φέρεται να προτείνει οι αυξήσεις να μην υπερβούν το όριο του πληθωρισμού του 2023, δηλαδή το 3,5%. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο νέος κατώτατος μισθός από την 1η Απριλίου δεν θα ξεπεράσει τα 808 ευρώ. Από κοντά και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), που φέρεται να προτείνει αύξηση στα επίπεδα του 4%, άρα οι βασικές αποδοχές να μην υπερβούν τα 811 ευρώ. Οι ξενοδόχοι από την πλευρά τους, δεν αποκλίνουν σημαντικά, καθώς προτείνουν η αύξηση να μην υπερβεί το 5%, άρα ο κατώτατος μισθός να ανέλθει έως τα 820 ευρώ…
Το ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ στην επιχειρηματολογία του για τη μεγάλη αύξηση που προτείνει (άνω του 16,4% ή 128 ευρώ μικτές αποδοχές), επιβεβαίωνοντας σχετικό δημοσίευμα της «Ν» που έκανε λόγο για πρόταση για διψήφιο ποσοστό αύξησης, υπογραμμίζει τις δύο προσεγγίσεις που υπάρχουν αναφορικά με τη λειτουργία των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα: Η πρώτη θέλει να αντιμετωπίζει την αξιοπρεπή διαβίωση σε σχέση με το πραγματικό κόστος ζωής. Η δεύτερη θέλει να συσχετίζεται με το 60% του διάμεσου και το 50% του μέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης της οικονομίας. Σε αυτή τη φάση, τα 780 ευρώ που είναι ο σημερινός κατώτατος μισθός, αντιστοιχούν στο 54% του ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, στοιχείο που δείχνει ότι όσοι λαμβάνουν τέτοιες αποδοχές βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας. Με όρους 2023, ο διάμεσος μισθός, υπολογίζεται από το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ στα 1.443 ευρώ, άρα το 60% αυτού είναι τα 866 ευρώ. Όμως το Ινστιτούτο θεωρεί πως για το τελικό ποσό των βασικών αποδοχών του ιδιωτικού τομέα, πρέπει να ληφθούν υπόψιν και το σκέλος της αύξησης της παραγωγικότητας της αγοράς εργασίας, που για το 2023 υπολογίστηκε στο 2,25%, καθώς επίσης και ο προσδοκώμενος πληθωρισμός για το 2024, που προσδιορίζεται στο 2,6%. Με αυτά τα δύο δεδομένα, λοιπόν, οι κατώτατες αποδοχές θα πρέπει να αυξηθούν στα 908 ευρώ.
Την ίδια στιγμή όμως, το Ινστιτούτο προτείνει να ληφθούν μέτρα ώστε να αυξηθεί η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας που σήμερα βρίσκεται στο 31%, σε πάνω από 80% για τους μισθωτούς. Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποκατασταθούν μια σειρά από ρυθμίσεις που κατά τα μνημονιακά έτη, έπαψαν να εφαρμόζονται και αφορούν την καθολικότητα ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την πλήρη μετενέργειά τους, την αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και την επέκταση της ισχύος τους.
Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, μόνο με ένα τέτοιο ύψος κατώτατου μισθού, ως βάση αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, συνδυαστικά με την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, μπορεί να περιοριστεί η επίδραση που ασκεί ο πληθωρισμός στα ελληνικά νοικοκυριά. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023, παρά τη μεσοσταθμική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του επιπέδου των τιμών, το κόστος ζωής συνέχισε να αυξάνεται διαβρώνοντας το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και το βιοτικό τους επίπεδο.
Υπενθυμίζεται ότι ο κεντρικός στόχος της Κυβέρνησης, είναι ο βασικός μισθός να καταστεί εφικτό να ανέλθει στα 950 ευρώ, στο τέλος της τετραετίας. Οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, αφορούν περίπου 600.000 εργαζόμενους. Για την ορθή εφαρμογή και λειτουργία των όποιων αυξήσεων πάντως, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ επιμένει να ζητάει ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας, ώστε να αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά η εργοδοτική παραβατικότητα και να περιοριστούν οι ευέλικτες και άτυπες μορφές απασχόλησης.