Σε «ρηχά νερά» κινείται η αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, που χρησιμοποιούν ανάλογο σύστημα καθορισμού των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Παρά τις διαδοχικές αυξήσεις των τελευταίων ετών του κατώτατου μισθού στη χώρα, η αγοραστική δύναμη υπολείπεται σημαντικά, ειδικά σε σύγκριση με τις χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης. Όμως, σε σχέση με τη θέση που κατείχε η χώρα το 2009, τα στοιχεία δείχνουν ότι το α’ εξάμηνο του 2024, η Ελλάδα έχει υποχωρήσει και συγκριτικά με τα κράτη – μέλη της Μεσογείου, αλλά ακόμα και με εκείνα της Ανατολικής Ευρώπης. Ουσιαστικά, φαίνεται ότι η Ελλάδα κατά την τελευταία 15αετία, υπέστη σημαντική καθίζηση ως προς την αγοραστική δύναμη των μισθών στον ιδιωτικό τομέα.
Η ανάλυση που έχει γίνει από τους ειδικούς του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, δείχνει ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, από το α’ εξάμηνο του 2009 έως το α’ εξάμηνο του 2024, δηλαδή μέσα σε μια 15αετία, κυμάνθηκε σε ένα πολύ μικρό εύρος από τα 701 έως τα 780 ευρώ (μικτά). Τα στοιχεία, προέρχονται από την Eurostat και η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού (830 ευρώ) θα ενσωματωθεί στις αναλύσεις του β’ εξαμήνου του τρέχοντος έτους.
Έτσι, φαίνεται ότι το α’ εξάμηνο του 2009 ο βασικός μισθός ήταν 701 ευρώ μικτά. Στη συνέχεια, μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ από τους εργαζόμενους και ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ από τους εργοδότες), το β’ εξάμηνο της συγκεκριμένης χρονιάς ανήλθε στα 739,6 ευρώ και διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα έως το β’ εξάμηνο του 2011. Εν συνεχεία, πάλι με διαπραγματεύσεις έφτασε στα 751,4 ευρώ. Όμως, η παρέμβαση της Πολιτείας άλλαξε εντελώς τη διαδικασία προσδιορισμού των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Έτσι, με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), τον Φεβρουάριο του 2012, ο κατώτατος μισθός υποχώρησε απότομα στα 586,1 ευρώ. Ταυτόχρονα, έπαψαν οι διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων γι’ αυτό το ζήτημα, ενώ δημιουργήθηκε και ο υπο – κατώτατος μισθός (511 ευρώ) για νέους εργαζόμενους έως 25 ετών. Αυτά τα πολύ χαμηλά επίπεδα βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, διατηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα για επτά ολόκληρα έτη. Η πρώτη αλλαγή, συντελέστηκε τον Φεβρουάριο του 2019, όταν ο κατώτατος μισθός ανήλθε στα 650 ευρώ, ενώ παράλληλα καταργήθηκε και ο υπο- κατώτατος.
Επόμενη παρέμβαση έγινε το α’ εξάμηνο του 2022, αφού λόγω πανδημίας πάλι υπήρξε ένα άτυπο «πάγωμα» των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Τότε η νέα αύξηση οδήγησε τον κατώτατο μισθό στα 663 ευρώ, για να ακολουθήσουν δύο ακόμα αυξήσεις, τα αμέσως επόμενα έτη, στα 713 και στα 780 ευρώ αντίστοιχα.
Τα στοιχεία της Eurostat όπως έχουν καταγραφεί στις 30 Απριλίου του τρέχοντος έτους, δείχνουν ότι σε 12μηνη βάση, δείχνουν ότι οι μονάδες αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, από το 2009 έως το 2024, κυμαίνεται από τις 858 έως τις 1.031 στο ανώτατο πεδίο. Όμως, παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών, απέχουν σημαντικά, από τις αντίστοιχες μονάδες αγοραστικής δύναμης άλλων κρατών – μελών της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, εάν η σύγκριση γίνει με χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης, προκύπτει ότι στην Ιρλανδία το συγκεκριμένο μέγεθος βρίσκεται στις 1.508 μονάδες, στην Γαλλία στις 1.599 μονάδες, στο Βέλγιο στις 1.729 μονάδες, στην Ολλανδία στις 1.778 μονάδες, ενώ στο Λουξεμβούργο ανέρχεται στις 1.877 και στην Γερμανία στις 1.883 μονάδες. Η «ψαλίδα» με τις συγκεκριμένες χώρες, μάλλον διατηρείται διαχρονικά ανέπαφη, καθώς ανάλογη ήταν η θέση της Ελλάδας και το 2009, σύμφωνα με τη σύγκριση που πραγματοποιεί η Εurostat. Υπενθυμίζεται ότι για να προκύψουν οι μονάδες αγοραστικής δύναμης για κάθε χώρα, λαμβάνονται υπόψη μια σειρά από παράμετροι στο τέλος κάθε έτους, εκτός από το βασικό μισθό στον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ των οποίων είναι ο πληθωρισμός, αλλά και ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας.
Ανάλογη είναι η σύγκριση που γίνεται και με τις χώρες της Μεσογείου, δηλαδή της περιφέρειας που ενδιαφέρει περισσότερο στην Ελλάδα. Μόνο η Μάλτα, με 1.029 μονάδες, έχει αγοραστική δύναμη χαμηλότερη από της Ελλάδας. Η Πορτογαλία βρίσκεται στις 1.086 μονάδες, η Κύπρος στις 1.087 και η Ισπανία έχει 1.374 μονάδες αγοραστικής δύναμης. Συγκριτικά με το 2009, όταν η Ελλάδα σε 12μηνη βάση είχε αγοραστική δύναμη 858 μονάδες, διαπιστώνεται ότι η πορεία της χώρας είναι ξεκάθαρα πτωτική. Τότε, κατείχε την υψηλότερη θέση μεταξύ των χωρών της Μεσογείου, με την Μάλτα να βρίσκεται κοντά στις 800 μονάδες και την Ισπανία αισθητά χαμηλότερα, που τότε αντιμετώπιζε κρίση ακίνητης περιουσίας. Μετά από 15 έτη αλλεπάλληλων κρίσεων όμως και στην Ελλάδα, η θέση της χώρας υποχώρησε σημαντικά και πλέον βρίσκεται προτελευταία, υπολειπόμενη σημαντικά από την Κύπρο, αλλά κυρίως την Ισπανία.
Καλύτερη είναι η θέση της Ελλάδας, αν η σύγκριση γίνει με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, αν και πάλι η χώρα μας έχει υποστεί σημαντική υποχώρηση, σε σύγκριση με τη θέση που κατείχε το 2009. Όπως προκύπτει από την καταγραφή της Eurostat η Λετονία βρίσκεται στις 823 μονάδες αγοραστικής δύναμης, η Εσθονία έχει 840, η Σλοβακία 869, η Τσεχία 948 και η Ουγγαρία 1.007 μονάδες. Την ίδια στιγμή η Λιθουανία με 1.172 μονάδες αγοραστικής δύναμης, βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα, όπως επίσης και η Πολωνία με 1.491 μονάδες. Αξίζει να επισημανθεί ότι το 2009, με 858 μονάδες σε 12μηνη βάση, η Ελλάδα κατείχε σαφώς υψηλότερη θέση, από όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αφού τότε η Πολωνία είχε αγοραστική δύναμη στα επίπεδα των 500 μονάδων και όλα τα υπόλοιπα κράτη της συγκεκριμένης περιοχής βρίσκονταν λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τις 400 μονάδες.