«Δίχτυ ασφαλείας» χαρακτήρισε τον μαθηματικό τύπο που θεσμοθετείται για τον κατώτατο μισθό, η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, που όμως αμφισβητούν ευθέως τα συνδικάτα, αντιδρώντας στη μεταρρύθμιση που προωθείται.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Naftemporiki TV, η κυρία Κεραμέως επισήμανε ότι η Κυβέρνηση αποδέχεται τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους εργοδοτών και εργαζομένων, αφού όμως πρώτα υπάρχει το «δίχτυ ασφαλείας» του κατώτατου μισθού, που το προσδιόρισε στα 950 ευρώ, από το 2027 και μετά, όπως είναι και η εξαγγελία του πρωθυπουργού.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «αν ο μαθηματικός τύπος βγάλει 1.000 ευρώ κατώτατο μισθό, αλλά έρθουν οι κοινωνικοί εταίροι έρθουν και πουν θέλουμε 1.050 – 1.100 ευρώ, αυτό θα ισχύσει. Λέμε ναι στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά πάνω από ένα δίχτυ ασφαλείας, για να προλάβουμε το ενδεχόμενο μη συμφωνίας, ή πιο χαμηλής συμφωνίας».
Στον αντίποδα, τα συνδικάτα που κλήθηκαν στη Βουλή για να τοποθετηθούν επί του σχεδίου νόμου για τον κατώτατο μισθό, στη βάση της Κοινοτικής Οδηγίας που πρέπει να ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, υπογράμμισαν ότι είναι ανέφικτη η εργασιακή ειρήνη που επιδιώκει η Κυβέρνηση.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος μίλησε για «επιτακτική ανάγκη εθνικής κοινωνικής συμφωνίας, για την αποκατάσταση του θεσμικού εργασιακού πλαισίου, το οποίο καταργήθηκε την εποχή των μνημονίων». Ο γραμματέας τύπου της Συνομοσπονδίας, Δημήτρης Καραγεωργόπουλος πρόσθεσε ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ενισχύει την αδικία, υπονομεύει την εργασία και μονιμοποιεί καθεστώς μισθολογικής ασφυξίας σε βάρος των εργαζομένων.
Το ΠΑΜΕ από την πλευρά του, εκτιμά ότι με το συγκεκριμένο νομοθέτημα ουσιαστικά καθηλώνονται οι μισθοί και απαγορεύονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Τα βασικά πεδία διαφωνίας και κριτικής είναι τα ακόλουθα:
– Μέσω μαθηματικού τύπου και επιτροπών όπου συμμετέχουν κατά κύριο λόγο κυβερνητικά ελεγχόμενοι παράγοντες θα καθορίζεται ο κατώτατος μισθός από το 2028.
– Κρίσιμος δείκτης θα είναι η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και όχι οι πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.
– Στην Γαλλία όπου εφαρμόζεται το σύστημα που προωθεί η κυβέρνηση για τον κατώτατο μισθό, όχι μόνο δεν υπάρχουν αυξήσεις μισθών αλλά αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων που δουλεύουν με τον κατώτερο, από 12% το 2021 στο 17,3% το 2023.
– Το ύψος των μισθών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αγοραστική τους δύναμη, η οποία στην χώρα μας έχει συρρικνωθεί επικίνδυνα εξαιτίας των πληθωριστική πιέσεων.
– Σειρά εξαιρέσεων θα οδηγεί στο “πάγωμα” των κατώτατων αποδοχών.
– Η πρόβλεψη περί μη μείωσης του κατώτατου μισθού την οποία η Κυβέρνηση υπερπροβάλλει είναι αστήρικτη καθώς ίσχυε και προ οικονομικής κρίσης. Τότε, ανετράπη με νομοθετική ρύθμιση κατά την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων, όπως μπορεί να συμβεί και στο μέλλον.
– Οι συλλογικές συβάσεις, έχουν σχεδόν εξαλειφθεί εξαιτίας των μέτρων που έχουν ληφθεί και κατά την μνημονιακή περίοδο, αλλά και από τη σημερινή Κυβέρνηση (υποχρεωτικότητα, μετενέργεια, δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, δυνατότητα πραγματοποίησης απεργιών και περιφρούρησης τους κ.ά.), και της επιμονής μεγάλου μέρους των εργοδοτών να μην συμμετέχουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
– Η κυβέρνηση καλεί εργοδότες και εργαζόμενους να συμφωνήσουν σε υψηλότερες αυξήσεις “εφόσον το επιθυμούν”, παραβλέποντας ότι η σχέση μεταξύ των δύο μερών είναι δραματικά ετεροβαρής υπέρ των εργοδοτών και προωθώντας διάταξη για την δημιουργία σχετικού πλαισίου, με συλλογικές διαπραγματεύσεις που θα καταλήγουν σε αντίστοιχες συμβάσεις, το οποίο όμως μπορεί εκκινήσει ακόμα και μετά το 2030.