Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
19.6 C
Athens

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Θλιβερή πρωτιά σε υπερωρίες και εβδομαδιαία εργασία για την Ελλάδα

«Πρωταθλητές» στην εβδομαδιαία απασχόληση και στις υπερωρίες είναι οι Έλληνες εργαζόμενοι. Η ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν δημιουργεί επαρκείς θέσεις απασχόλησης, αλλά και όσες δημιουργεί είναι χαμηλής ποιότητας και χαμηλών αμοιβών. Οι εργαζόμενοι της χώρας βρίσκονται στην τέταρτη χαμηλότερη θέση, εντός της ΕΕ, ως προς την εργασία τα σαββατοκύριακα και παράλληλα ο μέσος μισθός τους, μειώνεται συνέχεια, από το 2010 και μετά! Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά που συνιστούν εργασιακή «τραγωδία», η χώρα ετοιμάζεται να υποδεχτεί ένα νέο νομοσχέδιο για την αγορά εργασίας που θα αποδομήσει περαιτέρω τη συνοχή της στην Ελλάδα και θα αποβεί καταστροφικό τόσο για την ποιότητα, όσο και για τη δημουργία νέων θέσεων εργασίας…

Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την ετήσια έκθεση για την Ελληνική Οικονομία, που παρουσίασε νωρίτερα σήμερα το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ. Τα στοιχεία που αναδείχτηκαν είναι αποκαλυπτικά, του μεγέθους της πίεσης που δέχονται οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της πανδημίας, αλλα κυρίως ως συνέχεια της 10ετούς μνημονιακής κρίσης. Πιο αναλυτικά, τα στοιχεία που αναδείχτηκαν είναι τα εξής:

  • Το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων εργασίας απέτρεψε την αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
  • Το β’ τρίμηνο του 2020, ως συνέπεια του α’ κύματος της πανδημίας, υπήρξε μεγάλη πτώση της απασχόλησης σε σχέση με τους ίδιους μήνες του 2019 (μείωση κατά περίπου 302 χιλ. άτομα) και αντίστοιχα μεγάλη αύξηση του αριθμού των μη ενεργών (αύξηση κατά περίπου 297 χιλ. άτομα).
  • Τον Ιανουάριο του 2021, κατά το τρίτο κύμα της πανδημίας, παρατηρήθηκε εκτίναξη του αριθμού των μη ενεργών (αύξηση κατά 196 χιλ. άτομα σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2020), με παράλληλη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων (154,5 χιλ. άτομα) και των ανέργων (72 χιλ. άτομα). Η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού ήταν τόσο μεγάλη, που υπερκάλυψε τη μείωση του αριθμού των ανέργων, με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να αυξηθεί από 15,8% τον Δεκέμβριο του 2020 σε 16% τον Ιανουάριο του 2021.
  • Διαπιστώνεται μια εύθραυστη αγορά εργασίας όσον αφορά την απασχόληση, στην οποία ο κίνδυνος η άρση της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων να οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας είναι υψηλός.
  • Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι ιδιαίτερα περιορισμένη σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Το 2019 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν ίσο με 56,4%, βελτιωμένο σε σχέση με το 2018 κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στην ΕΕ το ποσοστό απασχόλησης ήταν ίσο με 68,5%, βελτιωμένο το αντίστοιχο διάστημα κατά 0,7%.
  • Το ύψος της υποαπασχόλησης είναι ιδιαίτερα υψηλό (το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά την Ισπανία) και υπερέβαινε το δ’ τρίμηνο του 2020 το αντίστοιχο του μέσου όρου της ΕΕ κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Ειδικότερα, το 2020 το ποσοστό υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού κυμάνθηκε από 23,1% το α’ τρίμηνο έως 24,4% το β’ τρίμηνο. Το δ’ τρίμηνο το ποσοστό ήταν ίσο με 23,8%, όταν το ίδιο τρίμηνο του 2019 αντιστοιχούσε στο 24%.
  • Το ποσοστό απασχόλησης το 2019 ήταν κάτω του 57%, ενώ η σύγκλιση με το αντίστοιχο ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ είναι πολύ αργή.
  • Η πανδημική κρίση φαίνεται να έχει επηρεάσει περισσότερο την ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών, αφού η μείωση του ποσοστού απασχόλησής της ήταν πάνω από 4% ανά τρίμηνο το 2020, σε σχέση με τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2019.
  • Στον δείκτη ποιότητας της απασχόλησης η Ελλάδα όχι μόνο ήταν το 2019 τελευταία στην κατάταξη των κρατών-μελών, αλλά είχε και πολύ μεγάλη διαφορά από την προτελευταία Ιρλανδία (13 μονάδες διαφορά). Επιπλέον, η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος- μέλος που παρουσίασε τόσο μεγάλη πτώση στον δείκτη ποιότητας της απασχόλησης. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2010 και 2019 ο δείκτης μειώθηκε κατά 11,45%.
  • Ο χρόνος εργασίας στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ, παρόμοιος με αυτόν που ισχύει στις χώρες των Βαλκανίων και στην Τουρκία, απέχοντας σημαντικά από τον αντίστοιχο στις χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, η διάρκεια της τυπικής εβδομαδιαίας εργασίας στην Ελλάδα ήταν οι 41 ώρες και 50 λεπτά, όταν για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης η αντίστοιχη διάρκεια ήταν οι 37 ώρες.
  • Υπερωρίες: Το 2019 το ποσοστό των απασχολουμένων που εργάστηκε πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα στην Ελλάδα ήταν το υψηλότερο σε όλη την Ευρώπη και το δεύτερο υψηλότερο αν συνυπολογίσουμε την Τουρκία. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 16,6% των απασχολουμένων δούλεψε με παρατεταμένο ωράριο. Το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο του μέσου όρου της ΕΕ, το οποίο μόλις υπερβαίνει το 8%.
  • Το ποσοστό των μισθωτών που εργάζονται Σάββατο και Κυριακό, κατά μέσο όρο στην ΕΕ ήταν ίσο με 22,3%, ενώ στην Ελλάδα ξεπερνούσε το 32%, κατατάσσοντας τη χώρα τέταρτη, μετά το Μαυροβούνιο, την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία.
  • Μεταξύ 2010-2019 σημειώθηκε μεγάλη απόκλιση στις συνολικές αποδοχές του μέσου εργαζομένου στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η απόκλιση ενισχύθηκε το 2020, αφού ο μέσος μισθός στην Ελλάδα συρρικνώθηκε κατά 2,5%, όταν στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 1% και στην ΕΕ κατά 0,6%.Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός σωρευτικά μειώνεται από το 2010, αποτυπώνοντας τη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
  • Η Ελλάδα είναι από τα λίγα κράτη-μέλη της ΕΕ στα οποία ο καθαρός μέσος μισθός μειώθηκε το 2020, ενώ είναι το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο ο καθαρός μέσος μισθός είναι χαμηλότερος από αυτόν του 2010.
  • Η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος- μέλος της ΕΕ στο οποίο δεν υπήρξε καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού το 2020, που παρέμεινε στο ύψος του 2019. Ακριβέστερα, 17 κράτη-μέλη της ΕΕ αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, ενώ 3 κράτη-μέλη τον διατήρησαν αμετάβλητο.
  • Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έχει την 5η χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο υπάρχει μείωση της αγοραστικής δύναμης σε σχέση με το 2010 (-9%). Σημειώνεται ότι η μικρότερη αύξηση της αγοραστικής δύναμης παρατηρείται στη Γαλλία (15%) και η υψηλότερη στη Ρουμανία (272%).

Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου μισθού, ποσοστό το οποίο θεωρείται όριο της σχετικής φτώχειας. Σημειώνεται ότι, όταν ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 50% του διάμεσου μισθού, αυτό αποτελεί το κατώφλι της απόλυτης φτώχειας. Το 2019 ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 48% του διάμεσου μισθού, δηλαδή ήταν μισθός απόλυτης φτώχειας. Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης είναι 809 ευρώ. Συνεπώς, ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός θα πρέπει να αυξηθεί κατά 159 ευρώ για να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ