Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου, 2025
7.2 C
Athens

Αγοραστική δύναμη μισθών: Οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι οι τελευταίοι της Ευρώπης

Το ένα τρίτο των νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του σε στεγαστικές δαπάνες, ποσοστό το οποίο εκτοξεύεται στο 85%, όταν οι δαπάνες αφορούν  τους πιο φτωχούς Έλληνες. Πληθωρισμός και υψηλό κόστος στέγασης, δεν μπορούν να καλυφθούν από τις αυξήσεις των μισθών, με αποτέλεσμα οι Έλληνες εργαζόμενοι να κατατάσσονται στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την αγοραστική δύναμη των αποδοχών τους.

Τα στοιχεία από την Ενδιάμεση Έκθεση για την Οικονομία που διενήργησε για λογαριασμό της ΓΣΕΕ το Ινστιτούτο Εργασίας της Συνομοσπονδίας (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) είναι αποκαλυπτικά καθώς δείχνουν ότι στην κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης,  το υψηλό κόστος στέγασης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Είναι ενδεικτικό πως, σύμφωνα με τα στοιχεία,  το 2023 στην χώρα μας, το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιούσε σε νοικοκυριά στα οποία το στεγαστικό κόστος ήταν μεγαλύτερο του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους ανερχόταν στο 28,5%. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό  μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Για τα άτομα που ανήκαν στα χαμηλότερα  εισοδηματικά στρώματα, το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι 29,9% στην ΕΕ).  Το κόστος στέγασης  για τους ενοικιαστές καταγράφεται στο 40,5% (τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ), ενώ για τα άτομα σε ιδιόκτητη κατοικία, χωρίς δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, φθάνει στο 23,7% (το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ).

Οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2023 υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης του στεγαστικού κόστους έναντι του 2021. Το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης εμφάνισαν το 2023 οι περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (34,8%), Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (32,7%) και Πελοποννήσου (31,8%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης κατέγραψαν οι περιφέρειες Κρήτης (20,2%) και Ιονίων Νήσων (23,1%), ακολουθούμενες από τις περιφέρειες Θεσσαλίας (23,9%), Νοτίου Αιγαίου (25%), Ηπείρου (25,6%) και Δυτικής Μακεδονίας (25,7%).

Κοντά στον μέσο όρο της χώρας (28,5%) κυμάνθηκαν, τέλος, τα αντίστοιχα ποσοστά στην Αττική (27,9%) και στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Βορείου Αιγαίου (27,7%).

Επιβαρυντική είναι παράλληλα η επίπτωση του πληθωρισμού στο επίπεδο ευημερίας των πολιτών, ενώ την εικόνα συμπληρώνουν και οι ιδιαίτερα χαμηλές αποδοχών των μισθωτών. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, το ύψος του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης για το  2023 ήταν 17.013 ευρώ, επίδοση που αποτελεί την τρίτη χαμηλότερη μεταξύ των 26 υπό εξέταση κρατών-μελών της ΕΕ. Το 2009, η χώρα μας κατείχε την 13η στην σχετική κατάταξη. Αλλά και σε όρους  αγοραστικής δύναμης (PPS) το αντίστοιχο μέγεθος ανήλθε στην Ελλάδα σε 21.004, το χαμηλότερο μεταξύ των υπό εξέταση κρατών-μελών της ΕΕ.

Μάλιστα, στο σύνολο των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας ο μέσος πραγματικός μισθός ανά ώρα απασχόλησης στη χώρα μας μειώθηκε το διάστημα γ΄ τρίμηνο 2021-γ΄ τρίμηνο 2024 κατά 1,1%. Τη μεγαλύτερη απώλεια πραγματικού εισοδήματος ανά ώρα εργασίας επωμίστηκαν οι μισθωτοί των κλάδων «Κατασκευές» (-9%), «Τέχνες, διασκέδαση, ψυχαγωγία, άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών κ.λπ.» (-5,9%), «Δημόσια διοίκηση και άμυνα, εκπαίδευση και δραστηριότητες σχετικές με τη δημόσια υγεία».

Στην μελέτη επισημαίνεται επίσης, πως και η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει εύθραυστη, με τους επιστημονικούς συνεργάτες της Συνομοσπονδίας να υπογραμμίζουν πως η ελληνική οικονομία καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις και όσον αφορά το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο της απασχόλησης (3,4%), το οποίο είναι το δεύτερο χαμηλότερο στο σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του υπεύθυνου Επικοινωνίας της ΓΣΕΕ, Γιώργου Χριστόπουλου, σχολιάζοντας τα στοιχεία για την προτελευταία θέση στην Ευρώπη, όσον αφορά το ποσοστό εργαζόμενων σε επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας ότι «την ώρα που καταγράφονται επενδύσεις υψηλές στις κατασκευές και σε μηχανολογικό εξοπλισμό, οι επενδύσεις σε προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας, οι οποίες αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την ποιοτική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού ιστού, αποτελούν μόλις το 2,4% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να έχουμε  μια αναιμική ανάπτυξη χωρίς ποιότητα και προοπτική για το αύριο της χώρας».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ